Βαγγελίτσα Κουσιάντζα, Μια ηρωίδα του λαού.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Βασίλη Φυτσιλή με τίτλο «Βαγγελίτσα Κουσιάντζα» που αναφέρεται σε μια σπάνια τραγική ιστορική στιγμή, μαχητών του ΔΣΕ, στα μέσα του Απρίλη 1947 που αναδεικνύει το μεγαλείο του λαϊκού αγώνα και των αγωνιστών της «Νιάλας».
Και φτάνει χαράματα η κουστωδία, στη μάντρα του νεκροταφείου της Ξηριώτισσας. Και ξεφορτώνουν τους αγωνιστές στον «κρανίου τόπον».
Μα, αυτοί, τον τόπο ετούτον της σφαγής και της φρίκης τον κάνουν με μιας χοροστάσι της αντρειοσύνης. Μόλις τους ξεκλειδώνουν απ’ τις χειροπέδες, πιάνουν ο ένας τ’ αλλουνού το χέρι, και στήνουν το χορό!
«Εχε γεια καημένε κόσμε
έχε γεια γλυκιά ζωή»!
Η Βαγγελίτσα, φορώντας το κόκκινο μεταξωτό φουστάνι της, σέρνει πρώτη το χορό. Και την ακολουθούν όλοι τραγουδώντας, σ’ αυτό το «παράξενο», το συγκλονιστικό ξεφάντωμα.
«Στη στεριά δε ζει το ψάρι
ούτ’ ανθός στην αμμουδιά
και οι Ελληνες δε ζούνε
δίχως την ελευθεριά… «
Και μετά, έπιασαν το τραγούδι που λέγαμε τις τελευταίες μέρες στην απομόνωση. Το «τραγούδι μας».
«Για μια ιδέα ευγενικιά
δίνουμε τη ζωή μας
χαρά, σ’ αυτόν που παρατά
για μια τιμή τον κόσμο».
Οι στρατιώτες του εκτελεστικού αποσπάσματος, φαντάροι απ’ το 106 τάγμα πεζικού, που τους έλαχε ο κλήρος να εκτελέσουν αυτό το μακάβριο «στρατιωτικό καθήκον», μένουν πετρωμένοι στις θέσεις τους, σαν αγάλματα. Συγκλονισμένοι παρακολουθούν αυτό το απίστευτο θέαμα, αυτό το δραματικό μεγαλείο των μελλοθάνατων αγωνιστών.
… Ετούτοι είναι οι ληστές;… Οι δολοφόνοι;.. Οι προδότες της πατρίδας;…
«Για μια ιδέα ευγενικιά δίνουμε τη ζωή μας». Συνεχίζουν το χορό τους οι μελλοθάνατοι, με τη Βαγγελίτσα μπροστά, ν’ ανεμίζει στο χέρι το μαντήλι της.
Πώς να σηκώσουν το όπλο, να σκοτώσουν αυτά τα παλικάρια… Ποιο «στρατιωτικό καθήκον» να εκτελέσουν, όταν βλέπουν απέναντί τους τέτοιους Ελληνες; Οταν αντικρίζουν την ίδια μαχόμενη πατρίδα, ν’ αποκαλύπτεται μπροστά στα μάτια τους, με όλη την αληθινή της δόξα!… Ενα φως αστράφτει ξαφνικά μέσα στη συνείδησή τους:
«Οχι! » Δε θα ρίξουν τις φονικές τους σφαίρες σ’ αυτά τα παιδιά. Σ’ αυτά τ’ αδέλφια τους!
– Επί σκοπόν! ουρλιάζει ο επικεφαλής του αποσπάσματος. Μα κανένας δεν κουνιέται απ’ τη θέση του. Κανένας δε σηκώνει το όπλο.
«Για μια ιδέα ευγενικιά δίνουμε τη ζωή μας»!…
Αμηχανία κι αναταραχή επικρατεί στους επικεφαλής του αποσπάσματος και στον κύριο βασιλικό επίτροπο. Μαζεύουν άρον – άρον τους στρατιώτες σε μια καρότσα φορτηγού και τους ξαναγυρίζουν στο τάγμα τους.
Και τη «λύση» έδωσαν οι χωροφύλακες «μαυροσκούφηδες» και «ΜΑΫδες», τρομοκράτες της Δεξιάς. Ατομα ανεξέλεγκτα και αδίσταχτα, που εκτελούσαν πρόθυμα και με πολλή ευχαρίστηση τη γενική συνταγή: «Σκοτώστε τους»!
Εριξαν τα καυτερά τους βόλια πάνω στα κορμιά των αγωνιστών, ενώ εκείνοι συνέχιζαν το χορό τους. Τα παλικάρια γονατίζουν, διπλώνονται και ξαπλώνουν αιμόφυρτα πάνω στη μαγιάτικη χλόη.
«Και τ’ αθώο χόρτο πίνει αίμα αντίς για τη δροσιά»…
Τελευταία έπεσε η Βαγγελίτσα Κουσιάντζα. Γονατισμένη, με το κορμί τρυπημένο απ’ τις σφαίρες, με την καρδιά όρθια μπροστά στους εκτελεστές «ζητωκραυγάζει». Αποχαιρετάει τη ζωή, το λαό, το Κόμμα της.
– Αλίμονο στο καθεστώς που προσπαθεί να στηριχτεί στην εξουσία, εκτελώντας γυναίκες και Ελληνες πατριώτες!
– Ας είναι το αίμα μας, το τελευταίο που χύνεται.
– Ο λαός δε θα μας ξεχάσει. Ζήτω το ΚΚΕ!
Ηταν μεγάλη κομμουνίστρια.
Δεν είναι η μοναδική περίπτωση, σ’ αυτόν τον αδερφοκτόνο σπαραγμό, που στρατιώτες του κυβερνητικού στρατού, παιδιά του ελληνικού λαού κι αυτοί, αρνούνται να σηκώσουν το όπλο, να εκτελέσουν τις αποφάσεις που έβγαζαν εκείνα τα έκτακτα στρατοδικεία της μισαλλοδοξίας και της σκοπιμότητας.Λίγο αργότερα, στις 13 Αυγούστου του ίδιου χρόνου, επαναλήφθηκε σε κείνον ακριβώς τον τόπο, το ίδιο περιστατικό.
«Και τον πατέρα μου εκεί τον σκότωσαν…» θα μου διηγηθεί αργότερα ο Δημήτρης Κατσαούνος, απ’ τη Λαμία. «Μαζί με το Μπαρούτα κι άλλους δυο συντρόφους τους. Οι στρατιώτες αρνήθηκαν να ρίξουν. Κι έπιασαν εκείνοι οι άλλοι, ΜΑΫδες και μαυροσκούφηδες, να κάνουν την εκτέλεση.
Εγώ ήμουνα πολύ μικρός τότε, δε θυμάμαι… Η μάνα μου τα διηγιέται.
Καθώς τους πήγαιναν, η μάνα μου έτρεχε από πίσω, ουρλιάζοντας και παρακαλώντας. Τη χτύπησε ένας χωροφύλακας με το κοντάκι. Της έσπασε τη λεκάνη, κι από τότε έμεινε κουτσή. Εκεί, στον τόπο της εκτέλεσης, με τη φασαρία και την αναστάτωση, που αρνιόνταν οι στρατιώτες να τους εκτελέσουν, ο πατέρας μου πετάχτηκε και όρμησε τρέχοντας προς το βουνό, μήπως και τους ξεφύγει. Αλλά έπιασε ένας απ’ αυτούς τους ΜΑΫδες το αυτόματο και τον γάζωσε από μακριά».
Είχε ξημερώσει πια, όταν γύρισαν στους στρατώνες οι δήμιοι. Πίσω απ’ το παραθυράκι της πόρτας έστησα τ’ αυτί.Ενας χωροφύλακας, «αυτόπτης μάρτυρας» αναστατωμένος ακόμα απ’ τη φοβερή εμπειρία, διηγιόταν σε κάποιους άλλους, στο διάδρομο:
«Μεγάλη κομμουνίστρια, εκείνη η δασκάλα!… Ολοι έπεσαν κι αυτή να στέκεται γονατισμένη με το ένα πόδι. Κι έλεγε, έλεγε… Και να μη βγαίνει η ψυχή της! Η άτιμη… Τρεις σφαίρες της έριξε ο επικεφαλής, για χαριστική βολή. Κι αυτή εκεί! Ως το τέλος, να φωνάζει για το Κουκουέ… Μεγάλη κομμουνίστρια σας λέω!…».
Λίγες μέρες αργότερα, μάθαμε πως δημοσιεύτηκε σε κάποια εφημερίδα, το τελευταίο γράμμα του Βασίλη Τσιρώνη.
«ΛΑΜΙΑ, (θάλαμος μελλοθανάτων). Στους φίλους της Καρδίτσας – Θεσσαλίας. Σας αφήνω γεια. Αυτός είναι ο δρόμος της τιμής και του καθήκοντος. Φεύγω περήφανος και ικανοποιημένος γιατί πιστεύω ότι θα συμπληρώσετε ό,τι εγώ αφήνω μισό.
Ψηλά τη σημαία του ΚΚΕ
Ζήτω η ανεξαρτησία!
Ζήτω η δημοκρατία!
Σας φιλώ όλους
9-5-47 Βασίλης Τσιρώνης».