Η Ολική Ανατροπή»: Απόσπασμα από το βιβλίο του Θανάση Χριστοδούλου «Ρεστία- Λαμιώτες ναυτικοί»

Ένα επίκαιρο απόσπασμα  από το βιβλίο  «ΡΕΣΤΙΑ- Λαμιώτες ΝΑΥΤΙΚΟΊ » του  Θανάση Χριστοδούλου,  αφιερωμένο στους Λαμιώτες Ναυτικού.

Η ΟΛΙΚΗ ΑΝΑΤΡΟΠΗ

-Τι σε βασανίζει, ρε Άγγελε; Γιατί είσαι σκεπτικός; Γιατί αποφεύγεις τις παρέες; Γιατί κλείνεσαι στον εαυτό σου;

Ρώτησε, επίμονα, ένα βράδυ ο μαστρο-Θανάσης το καινούργιο «τζιόβενο». Είχε δύο μήνες στο καράβι ο Άγγελος, δέκα εννέα ετών, όμορφο παλικάρι, από ένα χωριό της Αιτωλοακαρνανίας.

-Η ζωή πάνω στο καράβι καλή είναι, μαστρο-Θανάση, το πλήρωμα είναι καλό, το φαγητό είναι καλό, η δουλειά μου αρέσει, δεν είναι τόσο βαριά, όσο περίμενα.

-Τότε, τι σε βασανίζει;

Λόγια της πρύμνης, κάτω από το φως του φεγγαριού και του ήχου του θαλασσινού νερού, που στροβιλίζει με δύναμη η προπέλα και αφήνει πίσω μια λευκή ουρά από απόνερα.

-Τι να σου πω μαστρο-Θανάση! Η μοίρα μου μ’ έχει καταδικάσει. Ίσως να μην είναι μόνο παιχνίδι της μοίρας, αλλά του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος.

Είμαι δεκαεννιά χρονών και η ζωή μου είναι μια κόλαση, βουτηγμένη στις οσμές του έρωτα των ομοφυλόφιλων. Δεν αγαπώ και τόσο τη θάλασσα, μπαρκάρισα ναύτης «τζιόβενο», για να ξεφύγω από την κόλαση της στεριάς. Ν’ αφήσω πίσω μου το σκοτεινό μου παρελθόν, να μη ντρέπομαι να κυκλοφορώ.

Στα δεκατέσσερά μου χρόνια πήγαμε μια εκδρομή με το σχολείο, στο Ναύπλιο. Ο πιο μικρός της παρέας ήμουν εγώ, οι άλλοι ήταν δύο-τρία χρόνια μεγαλύτεροι μου. Πήγαμε σε μια ταβέρνα, ήπιαμε, χορέψαμε και μεθυσμένοι πήγαμε στο ξενοδοχείο. Εγώ δεν καταλάβαινα τίποτα, ήμουν σε άλλο κόσμο, έπλεα σε πελάγη ευτυχίας.

Το πρωί με βρήκε γυμνό αγκαλιά με το γυμνό κορμί του ξάδελφου μου.

Συνεχίστηκε αυτή η σχέση με τον ξάδελφό μου γιατί μου άρεσε, γιατί πίστεψα ότι αυτός είναι ο έρωτας, γιατί μου’ κανε τα χατίρια, γιατί με «χαρτζιλίκωνε».

Σιωπή, άκρα σιωπή, συχνές ερωτικές επαφές με τον ξάδελφό μου και στη συνέχεια γίναμε τρεις και τέσσερις.

Πίστευα ότι περνούσα καλά, δεν μου έλειπε τίποτα, όλα τα φρόντιζε ο ξάδελφος. Ποτέ δεν μου μίλησαν για γυναίκα, ποτέ δεν με πήρε μαζί του στους σκοτεινούς οίκους ανοχής, ποτέ δεν ένιωσα το γυναικείο χάδι, ποτέ δε γεύτηκα το γυναικείο κορμί. Μου αρκούσε το άγγιγμα του ανδρικού κορμιού.

Οι γονείς μου και η αδελφή μου κάτι είχαν καταλάβει, αλλά εγώ σιωπή, ήμουν προσεκτικός, δεν ήμουν προκλητικός, ζούσα στο δικό μου ερωτικό «παράδεισο». Τελείωσα το γυμνάσιο και πήγα στην Αθήνα, όπου είχε μετακομίσει ο ξάδελφός μου.

Μου βρήκε μια δουλειά σ’ ένα κατάστημα νεωτερισμών, κοντά στην πλατεία Κάνιγγος. Ο καταστηματάρχης ήταν φίλος του. Το αφεντικό, ένας υπάλληλος, εγώ και μια ταμίας όλοι κι όλοι.

-Άγγελε, μπορείς να’ ρθεις την Κυριακή να τακτοποιήσουμε τα πράγματα; Θα πληρωθείς «εξτρά», μου πρότεινε το αφεντικό.

-Μάλιστα, κύριε Αγησίλαε. Τι ώρα να’ ρθω;

-Μετά την εκκλησία, περίπου στις δέκα και μισή.

Στις δώδεκα παρά τέταρτο ήμουν ξαπλωμένος στο πατάρι με το αφεντικό, το φίλο του ξάδελφου. Μου χάρισε και ένα χρυσό σταυρό.

Η ζωή μου είχε γίνει κόλαση, ο ξάδελφος ήταν νταβαντζής. Όλοι οι «επιβήτορες» με τα παράξενα βίτσια μοίραζαν το κορμί μου και εγώ δεν έλεγα όχι, είτε γιατί είχα συνηθίσει, είτε γιατί είχα το χαρτζιλίκι μου.

Το αφεντικό μου πρότεινε να πάμε σε μια βίλα στην Κηφισιά. «Θα περάσουμε καλά» μου είπε. Ήξερα τι με περίμενε, αλλά πήγα.

Γραβατωμένοι κύριοι στα ακριβά κασμίρια τους ντυμένοι, καθισμένοι στο σαλόνι έπιναν το ποτό τους, με πρωταγωνιστή τον ξάδελφό μου.

Έπεσαν πάνω στο κορμί μου, τα λυσσασμένα, αχόρταγα και μυρωδάτα κορμιά τους. Ήμουν, βλέπεις, ένα τρυφερούδι. Όλα τα άντεχα, όλα τα υπέμενα, την ξευτίλα, το πάθος, αλλά εκείνο που δεν άντεξα ήταν το «ξύλο», τον ξυλοδαρμό των απαιτητικών «βαρβάρων».

Έτσι, αποφάσισα να φύγω από τη στεριά, να πάρω τα μάτια μου και να ταξιδέψω μακριά. Βρήκα προτιμότερη λύση τη θάλασσα.

Υποφέρω, μαστρο-Θανάση, νομίζω ότι όλοι με κοιτάνε σαν…..

-Άγγελε, είμαι βέβαιος ότι δεν σε κοιτάνε σαν…αλλά σε εκτιμάνε, γιατί είσαι εργατικός και τίμιος. Κάνε υπομονή, όλα θα αλλάξουν, αρκεί να το θέλεις πραγματικά. Αντιστάσου σε κάθε πειρασμό. Έχεις πάει ποτέ με γυναίκα;

-Όχι, ποτέ, δεν μ’ άφησαν.

-Στο πρώτο λιμάνι, θα πάμε μαζί, να γευτείς το γυναικείο κορμί.

-Θα προσπαθήσω. Σε παρακαλώ να μη μάθει κανείς αυτά που σου είπα.

-Εντάξει, Αγγελε. Πάμε τώρα για ύπνο! Καληνύχτα!

-Καληνύχτα, μαστρο-Θανάση.

Το καράβι έφτασε ξημερώματα στο λιμάνι της Νάπολης. Το βράδυ, ο Άγγελος με τον μαστρο-Θανάση βγήκαν έξω, χάζεψαν για κάποιες ώρες στους δρόμους και στις βιτρίνες των καταστημάτων και άραξαν σ’ ένα μπαρ, για να πιούνε ένα καφέ.

-Δυο «εσπρέσο», παρακαλώ, είπε ο μαστρο-Θανάσης στο σερβιτόρο.

– «Σούμπιτο σινιόρι» (αμέσως κύριοι), είπε ο σερβιτόρος.

Ο Άγγελος, αισθάνθηκε παράξενα, όταν άκουσε να τον αποκαλούν «σινιόρε» (κύριο). Δεν είχε ακούσει, για τον εαυτό του, αυτή την προσφώνηση.

Ο μαστρο-Θανάσης, σηκώθηκε και πήγε στην τηλεφωνική συσκευή του μπαρ. Πήρε ένα «τζετόνε» (κέρμα), το έβαλε στη σχισμή της συσκευής και άρχισε να καλεί τον αριθμό.

-«Πρόντο, κι έ;» (Εμπρός, ποιος είναι;), ακούστηκε η φωνή από την άλλη άκρη του σύρματος.

-«Βόλιο, ιλ σινιόρ Κώστας» (θέλω τον κύριο Κώστα).

-Εγώ είμαι, ποιός είστε;

-Κώστα, είμαι ο Θανάσης, φτάσαμε στη Νάπολη, όπως σου είχα γράψει.

-Που είσαι ρε, Θανάση;

-Είμαι σ’ ένα μπαρ, στην πλατεία Δημαρχείου, απέναντι από το μέγαρο του Δημαρχείου.

-Περίμενε, σ’ ένα τέταρτο θα’ μαι εκεί.

-Άγγελε, τηλεφώνησα σ’ ένα φίλο μου, που σπουδάζει στο πολυτεχνείο. Σε λίγο θα’ ναι εδώ.

-Ωραία, να γνωρίσουμε και κανέναν Έλληνα, που ζει εδώ.

-Άγγελε, θα ζητήσω από το Κώστα να μας πάει σε οίκο ανοχής, να γευτούμε ιταλικό γυναικείο κορμί. Είσαι έτοιμος, να πάμε;

-Δεν έχω δοκιμάσει ποτέ, μαστρο-Θανάση, αλλά για χάρη σου θα δοκιμάσω, μη πεις στο φίλο σου ότι είμαι πρωτάρης.

Ο Κώστας έφτασε γρήγορα στο μπαρ. Αγκάλιασε τον Θανάση και χαιρέτησε δια χειραψίας τον Άγγελο.

-Θα πιείς κάτι, Κώστα; Ρώτησε ο Θανάσης.

-Ναι, θα πάρω ένα ποτό.

Κουβέντιασαν για τα ταξίδια των ναυτικών και για τη φοιτητική ζωή στη Νάπολη, αναπολώντας το παρελθόν, τα μαθητικά τους χρόνια στο σχολείο.

-Θυμάσαι, Κώστα, την Κατερίνα; Σε γουστάριζε, αλλά εσύ δεν της έδινες σημασία, κι όμως ήταν ωραία.

-Ναι, ωραία ήταν, αλλά εγώ γουστάριζα την Πόπη. τη θυμάσαι;

-Και βέβαια τη θυμάμαι, έμαθα ότι παντρεύτηκε μ’ έναν καθηγητή. Της αράδιασε τρία πιτσιρίκια και έγινε μια καλή σύζυγος και μαμά.

-Η Λίζα; Τη θυμάσαι; Τι έγινε; ρώτησε ο Θανάσης, αινιγματικά.

-Η Λίζα είναι ανύπαντρη. εργάζεται στο Υπουργείο εμπορικής ναυτιλίας, στον Πειραιά. Αν δεν κάνω λάθος ήσουν «τσιμπημένος» μαζί της.

-Ναι, τη γουστάριζα ή καλύτερα την αγαπούσα. Αλλά, βλέπεις ταξίδεψα και δεν τη ξανάδα. Είχα την εντύπωση ότι δεν γουστάριζε ναυτικό.

-Γουστάριζε, όμως εσένα, τον Θανάση. Γι’ αυτό είμαι σίγουρος.

Ο Άγγελος άκουγε και δεν μιλούσε. Σκέφτονταν τη ζωή που έχασε, την βρωμιά που γνώρισε και τώρα άκουγε τον μαστρο-Θανάση και τον Κώστα να μιλάνε για έρωτες, για γυναίκες και παρακολουθούσε σιωπηλός, αλλά ευχαριστημένος.

-Πάμε να φάμε μια πίτσα; είπε ο Κώστας.

-Φύγαμε, είπε ο Θανάσης. Να μας πας στην καλύτερη πιτσερία. Ο Άγγελος είναι πρωτάρης ναυτικός και πρέπει να μείνει ευχαριστημένος. Στην τελευταία λέξη έκλεισε το μάτι στον Άγγελο.

Φάγανε, ήπιανε και πάνω στο κέφι ο Θανάσης είπε στον Κώστα.

-Κώστα, κάνε κουμάντο, εσύ που ξέρεις τα κατατόπια και τη γλώσσα, να πάμε να ξεδιψάσουμε σεξουαλικά.

-Έγινε.

Σε δέκα λεπτά βρίσκονταν στη «Via Roma». Στο δρόμο του αγοραίου έρωτα. Ο Θανάσης είπε στον Κώστα κρυφά: «Να πεις στην κοπέλα ότι ο Άγγελος είναι πρωτάρης και ντροπαλός. να τον προσέξει».

Κοντά στα ξημερώματα χαιρετήθηκαν, ο Κώστας πήρε ένα ΤΑΧΙ για να πάει στη «Fuorigrotta», στο σπίτι του και ο Θανάσης με τον Άγγελο πήραν ένα ΤΑΧΙ και κατευθύνθηκαν για το καράβι.

-Καληνύχτα, μαστρο-Θανάση, σ’ ευχαριστώ.

-Καληνύχτα, Άγγελε, τα λέμε αύριο.

«Σεβαστοί μου γονείς, αγαπημένη μου αδελφή, είμαι καλά. Δουλεύω σ’ ένα εμπορικό πλοίο, ως ναύτης. Τώρα που σας γράφω βρισκόμαστε κοντά στην Αίγυπτο. Περνάω καλά και ζητώ συγγνώμη για την μέχρι σήμερα απουσία μου.

Περιμένω νέα σας.

Άγγελος»

Στο λιμάνι της Βομβάης έφτασε το ταχυδρομείο. Ο Γραμματικός φώναζε τα ονόματα των παραληπτών της αλληλογραφίας…..Θανάσης Γ…γράμμα, Γιώργος Π… δέμα…Στο τέλος, ακούστηκε η φωνή του δυνατά. Άγγελος Κ…γράμμα. Πετάχτηκε ο Άγγελος με χαρά πήρε, το γράμμα και η ματιά του έπεσε στον μαστρο-Θανάση. Ο μαστρο-Θανάσης σήκωσε το δεξί του χέρι και του έκανε ένα νόημα ευχαρίστησης. Πήρε το γράμμα και βγήκε έξω στο κατάστρωμα να το διαβάσει. Έκλαψε από χαρά και συγκίνηση.

-Είναι όλοι καλά, έτσι μου γράφουν, μαστρο-Θανάση, χαρούμενοι, που έδωσα σημεία ζωής και περιμένουν γρήγορα νέα μου.

-Ωραία, Άγγελε, να τους γράφεις. Οι γονείς είναι γονείς. Ό, τι και να έκανες θα σε συγχωρέσουν. Θα ανοίξουν διάπλατα την αγκαλιά τους. Ίσως και να μην ξέρουν για τη ζωή που έκανες στην Αθήνα. Εκτός κι, αν η «κωλόφατσα», ο ξάδελφος, έκανε καμιά μ…..και είπε τίποτα.

Μετά την Πρωτοχρονιά, ο μαστρο-Θανάσης έλαβε ένα γράμμα με αποστολέα τη Λίζα Θ….. Ξαφνιάστηκε, αλλά με γρήγορες κινήσεις, μικρού παιδιού, άνοιξε το γράμμα, κάθισε στον καναπέ και άρχισε να το διαβάζει.

«Αγαπημένε μου Θανάση, μετά από πολλά χρόνια έμαθα νέα σου, από τον Κώστα. Μου είπε ότι συναντηθήκατε στη Νάπολη και μιλήσατε για τα μαθητικά μας χρόνια. Χάρηκα πολύ..πολύ και έσπευσα να σου γράψω, γιατί εσύ έριξες πέτρα…….

Περιμένω νέα σου. Λίζα»

-Τι σου συμβαίνει, μαστρο-Θανάση; ρώτησε ο Άγγελος.

-Να, πάρε και διάβασε.

-Γεια σου, μαστρο-Θανάση, γεια σου Λίζα! Αναφώνησε ευτυχισμένος.

Ο καιρός περνούσε ήρεμα πάνω στο καράβι, ανάμεσα στο γαλάζιο τ’ ουρανού και στο μπλε της θάλασσας. Στα λιμάνια, οι δύο φίλοι εύρισκαν σεξουαλικό καταφύγιο στα υπόγεια και ενίοτε πολυτελέστατα καμπαρέ.

Ο Θανάσης καμάρωνε για την σεξουαλική απελευθέρωση του Άγγελου από το σάπιο χώρο που ζούσε πριν μπαρκάρει. Έβλεπε έναν άντρα, λεβέντη, που δε του έλειπε τίποτα, που ήταν πιο αρρενωπός από τα «κουτσαβάκια» και τους ψευτόμαγκες των λιμανιών.

Εκείνο που τον ενθουσίαζε ήταν η άριστη συμπεριφορά του, ο ανοιχτός χαρακτήρας του και η δίψα του για μάθηση. Σιγά-σιγά ανέβηκε τα σκαλοπάτια, που οδηγούσαν στη γέφυρα του πλοίου και έπιανε το τιμόνι.

-Συνέχισε, Άγγελε, προσπάθησε, ρώτα να μάθεις κι αργότερα, ποιος ξέρει μπορεί να γίνεις και καπετάνιος.

Το δεύτερο γράμμα που έλαβε από το σπίτι του τον ανέβασε στα ουράνια. «Είμαστε καλά και το ίδιο επιθυμούμε και για σένα. Έχουμε διπλή χαρά. Η δική σου «παρουσία» και ο αρραβώνας της αδελφής σου………..Αγαπημένε αδελφέ μου, είμαι ευτυχισμένη……σε φιλώ η αδελφή σου Μαρίνα».

-Πού είσαι; Τον ρώτησε ο μαστρο-Θανάσης. Σε περίμενα για να πιούμε καφέ.

-Πήγα στο γραμματικό και του είπα να στείλει ένα δώρο στην αδελφή μου κι ένα μισθό στους γονείς μου.

-Καλά έκανες, μπράβο σου, είπε ο μαστρο-Θανάσης και με το δεξί του χέρι σκούπισε ένα δάκρυ που κατρακύλησε από τα μάτια του.

Στη Μασσαλία, το τελευταίο βράδυ, γλέντησαν στο μπαρ της περίφημης «Φιφής» και το πρωί ο μαστρο- Θανάσης αποχαιρετούσε τους συναδέλφους του, το πλοίο και τον φίλο του τον Άγγελο.

Ξεμπαρκάριζε, επέστρεφε στη Ελλάδα, στον Πειραιά, να συναντήσει την αγαπημένη του Λίζα, που μέσα από την αλληλογραφία τους ξεδιπλώθηκαν τα αισθήματά τους και ο μεγάλος έρωτας, που είχε θρονιάσει από τα μαθητικά τους χρόνια σε μια γωνιά της καρδιάς τους.

-Γεια σου Άγγελε!! Καλή τύχη!! Χάρηκα που σε γνώρισα.

-Γεια σου, μαστρο-Θανάση, σ’ ευχαριστώ για όσα έκανες για μένα.

-Έλα έλα, μη κλαίς, δεν έκανα τίποτα, όλα εσύ τα’ κάνες, εσύ και ο χαρακτήρας σου, ο γερός χαρακτήρας σου.

Αγκαλιάστηκαν και με δάκρυα στα μάτια αποχωρίστηκαν. Πριν μπει στο ΤΑΧΙ, που θα τον μετέφερε στο αεροδρόμιο, έριξε μια ματιά στο πλοίο. Ο Άγγελος σήκωσε αργά το χέρι και χαιρέτησε τον φίλο του.

«Πώς να είναι;», αναρωτήθηκε. Έγειρε το κεφάλι του στο κάθισμα του αεροπλάνου, έκλεισε τα μάτια του και έβλεπε τη μορφή της Λίζας και χαμογελούσε ευτυχισμένος. Την ευτυχία του αυτή την διέκοψε η αεροσυνοδός, που του πρόσφερε καφέ.

Η Λίζα τον περίμενε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, κρατώντας στα χέρια της ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα και την καρδιά της, ήδη, δοσμένη στον Θανάση από τα μαθητικά τους χρόνια.

Μια βραδιά στον Αϊ Βασίλη είχαν στεφανώματα, γλέντησαν τη νύχτα εκείνη ως τα ξημερώματα.

Written by

altpress.gr ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΛΑΜΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΦΘΙΩΤΙΔΑ- ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ

Comments are closed.