΄Εφυγε ο σπουδαίος Χιλιανός συγγραφέας Λουίς Σεπούλβεδα χτυπημένος από τον κορονοϊό

Ο σπουδαίος και αγαπημένος Χιλιανός συγγραφέας  Λουίς Σεπούλβεδα. Αριστερός, αγωνιστής και ταξιδευτής.Έφυγε από την Χιλή διωκόμενος από τη δικτατορία Πινοτσέτ. Έφυγε σήμερα από τη ζωή, χτυπημένος από τον κορονοιό στα 70 του χρόνια.

Γεννήθηκε στο Οβάγιε της επαρχίας Λιμαρί, στη βόρεια Χιλή. Αφού τελείωσε το Γυμνάσιο στο Σαντιάγο σπούδασε θεατρική σκηνοθεσία στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Χιλής. Διατέλεσε ηγέτης του φοιτητικού κινήματος τα χρόνια των σπουδών όντας μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Χιλής. Καταξιωμένος συγγραφέας (ποιητής, πεζογράφος, δραματουργός), αλλά ασχολήθηκε και με τη δημοσιογραφία. «Πλήρωσε» με βασανιστήρια, φυλακή και αυτοεξορία το γεγονός ότι αγωνίστηκε κατά των τυράννων και εκμεταλλευτών -ξένων και εγχώριων- της πατρίδας του Χιλής και για την ανάδειξη της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας. Υπήρξε, μάλιστα, μέλος της προσωπικής φρουράς του Σαλβαδόρ Αλιέντε.

Μετά το πραξικόπημα του 1971, που έφερε στην εξουσία τον Αουγούστο Πινοσέτ και την δικτατορία του, φυλακίστηκε για 2,5 χρόνια και στη συνέχεια, αφού αποφυλακίστηκε υπό όρους μετά από τις πολλές προσπάθειες του γερμανικού παραρτήματος της Διεθνούς Αμνηστίας, κρατήθηκε σε κατ΄ οίκον περιορισμό. Κατάφερε να δραπετεύσει και έζησε παράνομα για ένα χρόνο περίπου. Με τη βοήθεια ενός φίλου, ο οποίος ήταν επικεφαλής της Aliance Française στο Βαλπαραΐσο, έστησε μια θεατρική ομάδα που έγινε η πρώτη πολιτιστική εστία αντίστασης. Ο ίδιος συνελήφθη εκ νέου και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για προδοσία και ανατροπή του πολιτεύματος. Η ποινή αργότερα μειώθηκε σε 28 χρόνια.

Το γερμανικό τμήμα της Διεθνούς Αμνηστίας παρενέβη πάλι το 1977 και η ποινή του μετατράπηκε σε οκτώ χρόνια εξορίας. Φεύγοντας από τη Χιλή για τη Σουηδία, (τον τόπο που είχε αποφασιστεί να εξοριστεί) όπου θα δίδασκε ισπανική λογοτεχνία, στην πρώτη του στάση στο Μπουένος Άιρες δραπέτευσε και κατάφερε να πάει στην Ουρουγουάη. Επειδή όμως οι πολιτικές συνθήκες στην Αργεντινή και την Ουρουγουάη ήταν παρόμοιες με αυτές στην πατρίδα του, ο Λουίς Σεπούλβεδα πήγε στο Σάο Πάολο στη Βραζιλία και στη συνέχεια, στην Παραγουάη. Παρόλα αυτά όμως έπρεπε να φύγει πάλι, λόγω του τοπικού καθεστώτος και εγκαταστάθηκε τελικά στο Κίτο του Εκουαδόρ φιλοξενούμενος του φίλου του Χόρχε Ενρίκε Αδούμ (Jorge Enrique Adoum), όπου σκηνοθέτησε για το θέατρο Alliance Française και ίδρυσε μια θεατρική εταιρεία. Επίσης έλαβε μέρος σε μια εκστρατεία της UNESCO της αξιολόγησης του αντίκτυπου του αποικισμού στους Ινδιάνους Σουάρ (Shuar).

Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας μοιράστηκε τη ζωή των Σουάρ για επτά μήνες και κατανόησε τη Λατινική Αμερική ως μια πολυπολιτισμική και πολυγλωσσική ήπειρο όπου ο Μαρξισμός δεν μπορεί ισχύσει για ένα αγροτικό πληθυσμό που εξαρτάται από το γύρω του φυσικό περιβάλλον. Εργάστηκε σε στενή επαφή με τις ινδιάνικες οργανώσεις και συνέταξε το πρώτο σχέδιο διδασκαλίας γραμματισμού για την ομοσπονδία των αγροτών Ιμπαμπούρα (Imbabura) των Άνδεων.

Το 1979 εντάχθηκε στη Διεθνή Ταξιαρχία που αγωνιζόταν στη Νικαράγουα και μετά τη νίκη της επανάστασης εκεί άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος[10]. Ένα χρόνο αργότερα έφυγε για την Ευρώπη και πήγε στο Αμβούργο. Λόγω του θαυμασμού του για τη γερμανική λογοτεχνία (έμαθε τη γλώσσα στη φυλακή), ιδιαίτερα τους ρομαντικούς Νοβάλις και Φρήντριχ Χαίλντερλιν (Friedrich Hölderlin). Στην Γερμανία εργάστηκε ως δημοσιογράφος ταξιδεύοντας πολύ στη Λατινική Αμερική και την Αφρική. Το 1982 ήρθε σε επαφή με την Greenpeace και εργάστηκε μέχρι το 1987 ως μέλος πληρώματος σε ένα από τα πλοία τους. Αργότερα λειτούργησε ως συντονιστής μεταξύ των διαφόρων κλάδων της οργάνωσης.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Λουίς Σεπούλβεδα: “Η Τρέλα του Πινοσέτ”

Να μάθουμε να ζούμε με τις απουσίες

Αυτοί που μας λείπουν, δεν έχουν αγάλματα στα πάρκα, αλλά ζουν ακέραιοι στη μνήμη μας. Είχαν μακριά μαλλιά, φορούσαν παντελόνια «καμπάνα», γερά παπούτσια για μεγάλες πορείες και μάλλινα πουλόβερ για τις νύχτες δράσης και προπαγάνδας, κάπνιζαν βαριά τσιγάρα, έπιναν κόκκινο κρασί, τραγουδούσαν τραγούδια του Λέο Δαν και των Ιρακούντος, οι άνδρες αγαπούσαν -δίκην κοινού μυστικού- την Τζάνις Τσόπλιν και οι γυναίκες ανακήρυσσαν τον Σάντρο ως το πιο αρσενικό των αρσενικών. Κάπου κάπου κάπνιζαν κανένα πουράκι, κάπου κάπου τους καιγόταν το ψητό. Μιλούσαν για τα πάντα για να ανακαλύψουν ξανά την αξία των λέξεων, κι όταν άρχισαν να μας λείπουν, η σιωπή τους μπροστά στους δήμιους ήταν τα λόγια τους που μας κληροδότησαν.  

Από αυτούς τους ανθρώπους μας έχουν μείνει κάποιες φωτογραφίες που δεν θέλουν να είναι αντικείμενα μας θρηνωδίας.  Αυτό που θέλουν, είναι να τις πάει κανείς στην αυλή του σπιτιού, κι εκεί, τη στιγμή που κάποιος ή κάποια πει: «Τι λέτε; Πίνουμε κάνα μάτε;» και τα βλέμματα αρχίσουν να ψάχνονται μέσα στη γλυκιά και σιωπηρή συνεννόηση των δικαίων, εκείνες κι εκείνοι, αυτοί που τόσο μας λείπουν, θα βγουν  απ’την εικόνα τους και θα υψωθούν στην υπέρτερη των συνωμοσιών, στη θεμελιώδη συνομωσία κατά του ψεύδους που επιχειρεί να διαγράψει το παρελθόν με χρηματισμούς.

Ας μάθουμε να ζούμε μ’ αυτούς που μας λείπουν, επειδή αποτελούν κομμάτι μας, επειδή ξέρουμε γιατί μας λείπουν , κι επειδή την απουσία τους την αναπληρώνουμε με καμάρι

Luis Sepulveda – “Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης”

«Ο Αντόνιο Χοσέ Μπολίβαρ σηκώθηκε αργά. Πλησίασε την πεθαμένη αγριόγατα και ταράχτηκε όταν είδε ότι οι σφαίρες την είχαν σμπαραλιάσει. Το στήθος της ήταν μια τεράστια πληγή, και κομμάτια από τα σωθικά και τα πνευμόνια έβγαιναν απ’ τη ράχη της.

Ήταν ακόμα πιο μεγαλόσωμη απ΄ όσο την είχε υπολογίσει όταν την είδε για πρώτη φορά. Παρά την αδυναμία της, ήταν ένα υπέροχο πλάσμα, ένα πλάσμα πανέμορφο, ένα αριστούργημα χάρης που είναι αδύνατον να το αναπαραστήσεις, ακόμα και στη φαντασία σου.

Ο γέρος τη χάιδεψε, ξεχνώντας τον πόνο του ποδιού του, κι έκλαψε από ντροπή κι ένιωσε ανάξιος και άτιμος. Όχι, δεν ήταν ο νικητής αυτής της μάχης.

Με τα μάτια θολωμένα απ’ το κλάμα και τη βροχή, έσπρωξε το πεθαμένο ζώο ώς το ποτάμι, και τα νερά το πήραν να το πάνε στα βάθη του δάσους, σε περιοχές που δεν βεβήλωσε ποτέ ο λευκός άνθρωπος, στο σημείο όπου όλα τα ποτάμια γίνονται Αμαζόνιος, στους καταρράκτες όπου θα το λάξευαν πέτρινες σμίλες, μακριά για πάντα από τους άθλιους και τους βλαβερούς.

Ύστερα πέταξε με μανία το τουφέκι του στον ποταμό και το κοίταξε να βυθίζεται άδοξα. Σιδερένιο θηρίο, καταραμένο απ’ όλα τα πλάσματα.

Ο Αντόνιο Χοσέ Μπολίβαρ έβγαλε την τεχνητή οδοντοστοιχία του, την τύλιξε στο μαντήλι και, χωρίς να πάψει να βλαστημάει τον γκρίνγκο που έφταιγε για όλα, το δήμαρχο, τους χρυσοθήρες, όλους όσοι σπίλωσαν την παρθενικότητα της Αμαζονίας του, έκοψε ένα μεγάλο κλαρί με τη ματσέτα,το ‘κανε μπαστούνι και ξεκίνησε να γυρίσει με τα πόδια στο Ελ Ιδίλιο, στην καλύβα του και στα βιβλία του που μιλούσαν γι’ αγάπη με λέξεις τόσο όμορφες, ώστε, κάπου κάπου, τον έκαναν να λησμονεί τη βαρβαρότητα των ανθρώπων.”

Written by

altpress.gr ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΛΑΜΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΦΘΙΩΤΙΔΑ- ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ

Comments are closed.