Συνοπτική Ιστορία της Φθιώτιδας-μέρος β΄. Του Χρόνη Βάρσου

  Κείμενο για την ιστορία της Φθιώτιδας που έγραψε ο φιλόλογος- ιστορικός και ερευνητής Χρόνης Βάρσος  για το  ημερολόγιο 2019 του Ομίλου Ρουμελιωτών Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος.

Η Φθιώτιδα στην Τουρκοκρατία και η συμμετοχή της στην επανάσταση του 1821

Στα χρόνια της τουρκοκρατίας σε διοικητικό επίπεδο, η περιοχή του καζά της Υπάτης (Πατραντζίκι) και ο Δομοκός υπαγόταν στο σαντζάκι της Ναυπάκτου, ενώ η υπόλοιπη Φθιώτιδα (καζάδες Ζητουνίου, Μενδενίτσας, Ταλαντίου, Τουρκοχωρίου) σ’ αυτόν του Ευρίπου με πρωτεύουσα τη Χαλκίδα και κάποιες περιοχές κοντά στα Άγραφα στο σαντζάκι των Τρικάλων. Παράλληλα σε εκκλησιαστικό επίπεδο, στο φθιωτικό χώρο, υπήρχε η μητρόπολη Νέων Πατρών (Υπάτης) και οι επισκοπές Θαυμακού, Ζητουνίου, Μενδενίτσας και Ταλαντίου.

Σε όλο το διάστημα των 7 τουρκο-βενετικών πολέμων (1463-1718), η Φθιώτιδα αποτέλεσε τον χώρο στάθμευσης ή διέλευσης μεγάλων οθωμανικών στρατευμάτων προς τα κύρια μέτωπα της Πελοποννήσου ή της δυτικής Ελλάδος, υφιστάμενη ποικίλες ταλαιπωρίες και αντίποινα λόγω των τοπικών εξεγέρσεων.

Την περίοδο των Ορλωφικών (1770-1774) η περιοχή συμμετείχε, όπως και το σύνολο του ελληνισμού, στην γενικευμένη επανάσταση και υπέστη σοβαρές καταστροφές από τις αλβανικές επιδρομές. Την περίοδο 1788-1820 η Φθιώτιδα στο σύνολό της αποτέλεσε τμήμα του ημι-αυτόνομου κράτους του Αλή πασά.

Οι συνθήκες βίωσης της μακραίωνης σκλαβιάς ήταν οδυνηρές και δεν διέφεραν από αυτές του υπόλοιπου τουρκοκρατούμενου ελληνισμού: αφόρητη καταπίεση των πληθυσμών, βίαιοι εξισλαμισμοί, παιδομάζωμα, μαζικοί εποικισμοί περιοχών με μουσουλμανικούς πληθυσμούς, ποικίλες βαρβαρότητες, άγρια καταστολή, βαριά φορολογία, συνεχείς αγγαρείες και υποχρεωτική συντήρηση πολυπληθών στρατευμάτων για τις ανάγκες διεξαγωγής των οθωμανικών εκστρατειών.

Όλα αυτά δημιούργησαν τις συνθήκες για να φουντώσει το αδούλωτο φρόνιμα και ο πόθος της ελευθερίας και της αποτίναξης του σουλτανικού ζυγού. Έντονη ήταν η δράση επώνυμων Κλεφτών και Αρματολών στην περιοχή που συγκρούονταν με την οθωμανική εξουσία και προετοίμασαν σταδιακά, μαζί με το κίνημα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και τη Φιλική Εταιρεία, τον ένοπλο αγώνα του 1821.

Σημαντικό ιστορικό λόγο διαδραμάτισαν την περίοδο εκείνη και τα μοναστήρια της περιοχής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η Ιερά Μονή Αγάθωνος, χτισμένη σε μια δασώδη πλαγιά της Οίτης, στα 1400 περίπου, από τον μοναχό Αγάθωνα, ήταν λημέρι των κλεφτών και των αρματολών της περιοχής. Εκεί καθ΄ όλη τη διάρκεια της σκλαβιάς λειτουργούσαν Κρυφό Σχολειό και η περίφημη Σχολή Αγάθωνος. Στη σχολή αυτή, που από το 1742 μεταφέρθηκε στην Υπάτη, δίδαξαν επιφανείς λόγιοι της εποχής και εκπαιδεύτηκαν πολλοί μοναχοί, ιερείς και κάτοικοι της γύρω περιοχής.

Με το ξέσπασμα της μεγάλης επανάστασης του 1821 και με δεδομένο ότι σημαντικός όγκος σουλτανικού στρατού υπό τον Μόρα Βαλεσή Χουρσίτ πασά, βρισκόταν στην Ήπειρο για τις επιχειρήσεις εναντίον του αποστάτη Αλή πασά, κύριο στόχο του σουλτάνου αποτέλεσε ο έλεγχος της Πελοποννήσου, ως της πλέον βασικής επαναστατικής εστίας και η προστασία της Τρίπολης που πολιορκούνταν στενά από τον Θ. Κολοκοτρώνη. Έτσι η Λαμία και ο ευρύτερος χώρος της Φθιώτιδας, βόρεια του Σπερχειού, αποτέλεσαν ισχυρή βάση συγκέντρωσης και ανεφοδιασμού όλων των οθωμανικών στρατών, που διαμέσου της ανατολικής Στερεάς, επεδίωκαν την κάθοδο στην Πελοπόννησο, αρχικά για τον απεγκλωβισμό της Τρίπολης και κατόπιν για την ανάκτησή της. Στην περιοχή της Φθιώτιδας έδρασαν σε όλη τη διάρκεια 1821-1829 πολλοί επώνυμοι ηγέτες της επανάστασης, όπως οι Αθ. Διάκος, Οδ. Ανδρούτσος (το αρχηγείο του ήταν στη Δρακοσπηλιά στην Τιθορέα), Γ. Καραϊσκάκης, Π. Πανουργιάς, Γ. Δυοβουνιώτης, Δ. Υψηλάντης, Κ. Τζαβέλας, Γ. Γκούρας, Δ. Σκαλτσάς και άλλοι.

Η επανάσταση στη Φθιώτιδα ουσιαστικά ξεκίνησε με την απελευθέρωση της Αταλάντης (πολιορκία 28-31 Μαρτίου) και της Μενδενίτσας (πολιορκία 7-13 Απριλίου) και την κατάληψη του Τουρκοχωρίου (13 Απριλίου). Έως τα μέσα Απριλίου όλη η περιοχή μέχρι την Αλαμάνα ήταν ελεύθερη, με τα 2 βασικά οθωμανικά κέντρα διοίκησης, την Υπάτη (Πατρατζίκι) και τη Λαμία (Ζητούνι), να βρίσκονται υπό την απειλή των επαναστατών. Τον Απρίλιο του 1821 η κάθοδος τουρκικής στρατιάς 9.000 ανδρών από τα Γιάννενα, υπό τους Ομέρ Βρυώνη και Κιοσέ Μεχμέτ, οδήγησε, στη σύσκεψη στις Κομποτάδες (14 και 20 Απριλίου) των οπλαρχηγών (Αθ. Διάκου, Π. Πανουργιά και Γ. Δυοβουνιώτη) για την αντιμετώπιση της κατάστασης. Ακολούθησαν οι μάχες στο Σταυρό Λαμίας, στο Καλαμάκι (Δερβέν Φούρκα) και η 1η αποτυχημένη πολιορκία της Υπάτης (18 Απριλίου) λόγω της ταχείας καθόδου των Τούρκων. Οι 3 οπλαρχηγοί έδωσαν την ηρωική μάχη της Αλαμάνας (23 Απριλίου) στην αμυντική τοποθεσία Γοργοπόταμου – Αλεπόσπιτων – Ηράκλειας – Χαλκωμάτας – Ι.Μ Δαμάστας – Αλαμάνας, που οδήγησε στην ήττα και τον μαρτυρικό θάνατο του Αθ. Διάκου. Η ανέλπιστη νίκη όμως του Οδυσσέα Ανδρούτσου στο Χάνι της Γραβιάς (8 Μαΐου) αναχαίτισε την τουρκική προέλαση προς τη Βοιωτία. Στις 29 Μαΐου διεξήχθη και η νικηφόρα μάχη στον Αετό Καστανιάς Υπάτης που όμως δεν επέτρεψε την κατάληψη της πόλης.

Τον Αύγουστο, κατέφτασε για βοήθεια των 2 εγκλωβισμένων πασάδων, νέος σουλτανικός στρατός 8.000 υπό τον Χατζή Μεχμέτ Μπεϋράν, που καταστράφηκε στα Βασιλικά της Λοκρίδας (26 Αυγούστου), από τους ντόπιους οπλαρχηγούς Γκούρα, Πανουργιά και Δυοβουνιώτη. Έτσι οι τουρκικοί στρατοί εγκλωβίστηκαν για 7 μήνες (Απρίλιος-Οκτώβριος) στην ανατολική Στερεά με αποτέλεσμα η Τρίπολη να πέσει στα χέρια των Ελλήνων (23 Σεπτεμβρίου) και η επανάσταση να στερεωθεί στην Πελοπόννησο.

Το 1822, μετά την ήττα και τον θάνατο του Αλή πασά τον Ιανουάριο, αποδεσμεύτηκε μεγάλος αριθμός σουλτανικών στρατευμάτων που άρχισε να συγκεντρώνεται σταδιακά από τον Μάρτιο στη Λαμία, με σκοπό την ανακατάληψη του Μοριά (τότε διεξήχθησαν για 4 μήνες πολλαπλές συγκρούσεις ιδίως στη δυτική Φθιώτιδα που σημαδεύτηκαν από την καταστροφή της Ι. Μ Αγάθωνος και της πλούσιας βιβλιοθήκης της). Στα πλαίσια του σχεδίου, που συμφωνήθηκε στον Μπράλο (24 ή 26 Μαρτίου) από τους Ανδρούτσο, Νικηταρά, Πανουργιά, Δυοβουνιώτη, Υψηλάντη, Σκαλτσά και άλλους οπλαρχηγούς, έγιναν και οι αποτυχημένες (ουσιαστικά υπονομευμένες από τον Άρειο Πάγο) επιχειρήσεις Στυλίδας-Αγ. Μαρίνας (31 Μαρτίου-13 Απριλίου) και η 2η πολιορκία της Υπάτης (3-8 και 17-22 Απριλίου). Στόχο ήταν η κατάληψη της Λαμίας και της Υπάτης ώστε να εμποδιστεί η κάθοδος του Μαχμούτ πασά Δράμαλη που ξεκίνησε τελικά από την Αλαμάνα στις 30 Ιουνίου με 30.000 στρατό για την Πελοπόννησο. Η έξοχη στρατηγική του Κολοκοτρώνη τον ανάγκασε όμως να υποχωρήσει και μετά τις ήττες του στα Δερβενάκια και το Αγιονόρι (26-28 Ιουλίου) να εγκλωβιστεί στην Κόρινθο. Η νέα τουρκική στρατιά 12.000 ανδρών υπό τον Κιοσέ Μεχμέτ, που εστάλη στην ανατολική Στερεά την περίοδο Αυγούστου-Νοεμβρίου με στόχο τον απεγκλωβισμό του Δράμαλη και προκάλεσε ασύλληπτες καταστροφές, ιδίως σε Λοκρίδα και Φωκίδα, αντιμετωπίστηκε επιτυχώς από τον Ανδρούτσο όχι μόνο στρατιωτικά αλλά και με τη μέθοδο του δήθεν «προσκυνήματος» (καπάκια).

Το 1823 για 4 μήνες (Μάιος-Αύγουστος) στην περιοχή έδρασε άλλο εκστρατευτικό σώμα από τη Λάρισα, δύναμης 10.000 ανδρών, υπό τους Γιουσούφ πασά Περκόφτσαλη της Βράιλας και Σαλίχ πασά της Αδριανούπολης με πορεία προς Φωκίδα-Βοιωτία, παράλληλα με τη μεγάλη εκστρατεία του Μουσταή πασά της Σκόδρας στη δυτική Ελλάδα.

Την περίοδο Ιουνίου-Οκτωβρίου 1824 σημειώθηκε νέα εισβολή από τη Λαμία, με στόχο την Πελοπόννησο, από 15.000 Τούρκους υπό τους Ιμπραήμ Δερβίς πασά, Γιουσούφ Περκόφτσαλη και Αμπάζ Ντίπρα που αναχαιτίστηκαν στις 14 Ιουλίου στην Άμπλιανη Φωκίδας. Στις 12 Αυγούστου, μάλιστα, 200 Σουλιώτες υπό τον Λ. Βέϊκο, από το χωριό Οίτη (Γαρδικάκι), διενήργησαν επιτυχημένη νυχτερινή καταδρομική επίθεση στο τουρκικό νοσοκομείο στα Καλύβια, έξω από τη Λαμία.

Το 1825 η μεγάλη εκστρατεία του Ρεσίτ πασά Κιουταχή με στόχο την κατάληψη του Μεσολογγίου, συνδυάστηκε με ταυτόχρονη εισβολή (Απρίλιος-Οκτώβριος) 5.000 Τούρκων υπό τους Μουστάμπεη Κιαφεζέζη, Δεμίρ και Αμπάζ Ντίπρα στη Φωκίδα μέχρι τα όρια της δυτικής Φθιώτιδας. Μετά την πτώση του Μεσολογγίου (10 Απριλίου 1826) άρχισε η πολιορκία της Ακρόπολης από τον Κιουταχή (Ιούλιος 1826). Το φθινόπωρο του 1826, ο Γ. Καραϊσκάκης, υλοποιώντας το ευφυές σχέδιο περικύκλωσης των Τούρκων στην Αττική, εξεστράτευσε στην ανατολική Στερεά (Οκτώβριος 1826-Φεβρουάριος 1827) και πέτυχε τις μεγάλες νίκες στην Αράχωβα (17-24 Νοεμβρίου) και το Δίστομο (17 Ιανουαρίου-6 Φεβρουαρίου 1827). Στα πλαίσια αυτής της εκστρατείας έγινε και η αποτυχημένη ελληνική επίθεση (υπό τους Καρατάσο και Γάτσο) στην Αταλάντη εναντίον των αποθηκών του Κιουταχή (5-9 Νοεμβρίου). Μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη, την τραγική ήττα στο Φάληρο (24 Απριλίου 1827) και την παράδοση της Ακρόπολης (24 Μαΐου), μεσολάβησαν σοβαρές διπλωματικές και στρατιωτικές εξελίξεις με τη Συνθήκη του Λονδίνου (24 Ιουνίου/6 Ιουλίου 1827), τη ναυμαχία του Ναβαρίνου (8/20 Οκτωβρίου 1827), την έλευση του Ι. Καποδίστρια (6 Ιανουαρίου 1828) ως πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδος και την έναρξη του ρωσο-τουρκικού πολέμου (14/26 Απριλίου 1828).

Το 1828 σημαδεύτηκε από την εκστρατεία του Κίτσου Τζαβέλα (Αύγουστος-Νοέμβριος) στην κεντρική Στερεά (μάχες Γραμμένης Οξυάς στις 23 Σεπτεμβρίου και Γαρδικίου στις 5 Νοεμβρίου) και την αντίστοιχη πορεία του Δ. Υψηλάντη (Οκτώβριος-Νοέμβριος) στην ανατολική. Μέχρι τις 20 Νοεμβρίου 1828 όλη η ανατολική Στερεά μέχρι τη γραμμή των Θερμοπυλών ήταν ελεύθερη. Η νέα τουρκική εκστρατεία 7.000 ανδρών υπό τον Μαχμούτ πασά από τη Λαμία (Δεκέμβριος 1828-Φεβρουάριος 1829) με πορεία προς τη Βοιωτία, αναχαιτίστηκε στη νικηφόρα μάχη του Μαρτίνου (29 Ιαν 1829) από τον Βάσο Μαυροβουνιώτη και ο ελληνικός έλεγχος επανήλθε ξανά μέχρι τη γραμμή των Θερμοπυλών. Η τελευταία προσπάθεια των Τούρκων από τη Λαμία να προωθηθούν μέχρι την Αθήνα έλαβε χώρα τον Αύγουστο του 1829 υπό τον Ασλάν μπέη. Η κατάληξή της ήταν η νικηφόρα τελευταία μάχη στην Πέτρα της Βοιωτίας (12 Σεπτεμβρίου 1829) με την οποία ολοκληρώθηκε ο ένοπλος αγώνας της Ανεξαρτησίας, ταυτόχρονα με τη συντριπτική ήττα του σουλτάνου στο ρωσο-τουρκικό πόλεμο (συνθήκη Αδριανούπολης 2/14 Σεπτεμβρίου 1829).

Ως απόρροια του 9χρονου επικού ένοπλου αγώνα, του ασύλληπτου μεγέθους των θυσιών, της διεθνούς γεωπολιτικής συγκυρίας, της διπλωματικής μάχης της περιόδου 1828-1831, που διηύθυνε με μαεστρία ο Καποδίστριας μέχρι να δολοφονηθεί και της επιμονής του να απελευθερωθεί η Στερεά, ώστε να ενσωματωθεί στο μελλοντικό ελληνικό κράτος, υπεγράφη η συνθήκη της Ανεξαρτησίας (22 Ιανουαρίου/3 Φεβρουαρίου 1830). Η Φθιώτιδα εντάχθηκε στο νέο ελληνικό κράτος, που έφτανε στη Στερεά μέχρι τη γραμμή Αχελώου-Σπερχειού. Τελικά με το πρωτόκολλο του Λονδίνου της 18/30 Αυγούστου 1832 τα σύνορα διευρύνθηκαν έως τη γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού και συμπεριέλαβαν όλη τη γραμμή νότια της Όθρυος έναντι οικονομικού τιμήματος 40 εκατομμυρίων γροσίων, γεγονός που αποδέχτηκε ο σουλτάνος στις 14/26 Δεκεμβρίου 1832. Στις 28 Μαρτίου 1833 η οθωμανική φρουρά της Λαμίας αποχώρησε και η πόλη απελευθερώθηκε οριστικά μετά από 440 χρόνια τουρκικού ζυγού και ως επαρχία Φθιώτιδος υπήχθη στο νέο νομό Φωκίδος & Λοκρίδος με πρωτεύουσα την Άμφισσα.

Η Φθιώτιδα στο νέο Ελληνικό Κράτος (1833-1941)

Το 1836 καταργείται ο Νομός Λοκρίδας και Φωκίδας και ιδρύεται η Διοίκηση Φθιώτιδας με επαρχίες τη Φθιώτιδα και τη Λοκρίδα με έδρα τη Λαμία. Το 1845 ο νομός μετονομάστηκε σε Φθιώτιδος & Φωκίδος με πρωτεύουσα τη Λαμία και συμπεριέλαβε το 1852 και την επαρχία Λοκρίδος.

Η δυτική Φθιώτιδα και ιδίως η Υπάτη (όπου καταστράφηκε η μεγαλύτερη ελληνική βιβλιοθήκη της περιοχής, που στεγαζόταν στο σπίτι του αγωνιστή Δημητρίου Αινιάνα) υπέστησαν καταστροφές κατά τη διάρκεια της αντι-οθωνικής εξέγερσης του 1848 αφού όλος ο νομός έγινε πεδίο συγκρούσεων ανάμεσα στις κυβερνητικές δυνάμεις και τους επαναστάτες.

Ο ρωσο-τουρκικός πόλεμος του 1853-1856, γνωστός ως Κριμαϊκός, κινητοποίησε τους υπόδουλους Έλληνες με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν μεγάλες εξεγέρσεις σε Ήπειρο, Θεσσαλία και Μακεδονία. Το 1854 η Λαμία αποτέλεσε χώρο συγκέντρωσης υλικού και εθελοντών που με τη βοήθεια της ελληνικής κυβέρνησης (μέχρι τουλάχιστον την κατάληψη του Πειραιά από τους Αγγλο-Γάλλους (Μάιος 1854-Φεβρ 1857) πέρναγαν τα σύνορα και ενίσχυαν τους εξεγερμένους στη Θεσσαλία. Παράλληλα η Λαμία έγινε και καταφύγιο προσφύγων από τη Θεσσαλία που έφταναν στην πόλη για να γλυτώσουν από τα αντίποινα των Τούρκων. Την περίοδο εκείνη (28 Μαρτίου-15 Απριλίου 1854) πολιορκήθηκε από τους επαναστάτες ανεπιτυχώς και ο Δομοκός.

Με το νέο ρωσο-τουρκικό πόλεμο του 1877-1878, τις αλλεπάλληλες ήττες των Τούρκων και την προέλαση του ρωσικού στρατού που πλησίαζε στην Κωνσταντινούπολη, οι προσδοκίες των σκλαβωμένων Ελλήνων στα βόρεια του ελληνικού κράτους αναζωπυρώθηκαν. Στην Ήπειρο τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία ξέσπασαν μια σειρά από απελευθερωτικά κινήματα. Στις 21 Ιανουαρίου/2 Φεβρουαρίου 1878 ο ελληνικός στρατός από τη Λαμία, πέρασε τα σύνορα (από Γιαννιτσού, Καλαμάκι και Σούρπη) και έφτασε για λίγες μέρες, προτού ανακληθεί, έξω από τον Δομοκό, ενώ στις 7 Μαρτίου 1878 εκδηλώθηκε η επανάσταση στον Παλαμά Δομοκού. Παράλληλα στη Λαμία κατέφθαναν πρόσφυγες από τη Θεσσαλία λόγω των συγκρούσεων και της τουρκικής τρομοκρατίας. Τελικά μετά την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τις διπλωματικές διεργασίες της περιόδου 1878-1881, στο ελληνικό κράτος περιήλθε, με τη Σύμβαση της Κωνσταντινουπόλεως (20 Ιουνίου/2 Ιουλίου 1881), η Θεσσαλία και η περιοχή της Άρτας. Στις 8 Αυγούστου 1881 η περιοχή Δομοκού μετά από 488 χρόνια δουλείας ήταν επιτέλους ελεύθερη και ενσωματώθηκε διοικητικά ως τμήμα (για την περίοδο 1881-1899) του νέου νομού Λαρίσης.

Στις 20 και 27 Απριλίου 1894, η ευρύτερη Λοκρίδα, βίωσε ένα φοβερό σεισμό που εκδηλώθηκε στο χώρο της και άφησε πίσω του τεράστιες ανθρώπινες απώλειες και πρωτοφανείς υλικές καταστροφές.

Η Φθιώτιδα βίωσε δραματικά την ταπεινωτική ήττα στον ελληνο-τουρκικό πόλεμο του 1897 (6/18 Απριλίου-8/20 Μαΐου). Μετά την κατάρρευση του ελληνικού στρατού και τις ήττες στα Φάρσαλα (23 Απριλίου/5 Μαΐου) και τον Δομοκό (5/17 Μαΐου), ο τουρκικός στρατός έφτασε έξω από τη Λαμία, 64 χρόνια μετά την απελευθέρωσή της, όπου μετά τη μάχη της Ταράτσας (Καμηλόβρυση) στις 7/19 Μαΐου, σταμάτησε – χάρη και στις πρωτοβουλίες του τότε Νομάρχη Κωνσταντίνου Έσλιν – λόγω της υπογραφείσας ανακωχής (8/20 Μαΐου) κατόπιν διεθνούς παρέμβασης. Η Λαμία εκείνη την περίοδο έγινε κέντρο συγκέντρωσης των 3.000 περίπου ξένων φιλελληνικών ένοπλων σωμάτων (κυρίως Ιταλών Γαριβαλδινών), που ήρθαν να συνδράμουν τον ελληνικό στρατό στην πολεμική του προσπάθεια, αλλά και προσωρινό καταφύγιο των προσφύγων από τις θεσσαλικές πόλεις και τα χωριά του Δομοκού που κατελήφθησαν από τον προελαύνοντα οθωμανικό στρατό.

Την περίοδο 1899-1909 ο νέος Νομός πλέον Φθιώτιδος περιέλαβε και την επαρχία Δομοκού, ενώ το 1909-1911 επανασυστήνεται με το όνομα νομός Φθιώτιδος και Φωκίδος (χωρίς την επαρχία Δομοκού που επανέρχεται πάλι ως τμήμα του το 1911 (μόλις το 1943, μεσούσης της κατοχής, ο νομός Φθιώτιδος αποκτά οριστικά το σημερινό του όνομα με τις 3 επαρχίες του Φθιώτιδας, Λοκρίδας, Δομοκού).

Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα (1904-1908) πολλοί Φθιωτείς κατατάχθηκαν εθελοντές στα σώματα των Μακεδονομάχων και αρκετοί έδωσαν τη ζωή τους για την υπεράσπιση της ελληνικότητας της Μακεδονίας από την απειλή του Βουλγαρικού Κομιτάτου και των κομιτατζήδων της Ε.Μ.Ε.Ο.

Κατά την περίοδο 1912-1922 η Φθιώτιδα προσέφερε το άνθος της νεολαίας της σε οπλίτες και αξιωματικούς (πάνω από 1.700 νεκρούς) στη μεγάλη εθνική

προσπάθεια των Α’ και Β’ βαλκανικών πολέμων 1912-13, του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου 1916-1918 και της Μικρασιατικής Εκστρατείας 1919-1922. Το 2ο Σύνταγμα Πεζικού και το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων της Φθιώτιδας μεγαλούργησαν στα πεδία των μαχών από την Ελασσόνα μέχρι την Άγκυρα για πάνω από 10 χρόνια, προσθέτοντας δόξα και αφήνοντας μια αξεπέραστη ιστορική παρακαταθήκη.

Τα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου (1941-1949)

Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος αποτέλεσε μια πολύ σκληρή περίοδο για όλη την Ελλάδα και τη Φθιώτιδα. Στις μάχες με Ιταλούς και Γερμανούς σε Πίνδο, Αλβανία και Οχυρά, θυσιάστηκαν πάνω από 350 Φθιωτείς πολεμώντας τον εισβολέα την περίοδο 1940-41, με το 42ο σύνταγμα Ευζώνων της Λαμίας να διακρίνεται από τις πρώτες μέρες της ιταλικής εισβολής σε σειρά μαχών στην Ήπειρο και την Αλβανία. Η ραγδαία όμως γερμανική εισβολή την 6η Απριλίου 1941 και η πρωτοφανής ισχύ της, προκάλεσαν την κατάρρευση του ελληνικού στρατού στη Μακεδονία ενώ το Βρετανικό εκστρατευτικό σώμα αδυνατούσε να αντιτάξει σθεναρή άμυνα. Οι Γερμανοί εισβολείς βομβάρδισαν τη Λαμία τη Μ. Παρασκευή 18 Απριλίου 1941 και την 20η του μήνα, Κυριακή του Πάσχα, ενώ ο στρατηγός Τσολάκογλου συνθηκολογώντας παρέδιδε στους Γερμανούς τη στρατιά Ηπείρου, οι γερμανικές μεραρχίες έμπαιναν στη Λαμία. Στις Θερμοπύλες η 6η Νεοζηλανδική ταξιαρχία αντιμετώπισε μαζί με την 19η Αυστραλιανή στο Μπράλο τις συντριπτικά υπέρτερες γερμανικές δυνάμεις της 5ης τεθωρακισμένης μεραρχίας και της 6ης Ορεινής από τη Λαμία. Η τοποθεσία άντεξε από το απόγευμα της 22ας Απριλίου έως τη νύχτα της 24ης οπότε και οι συμμαχικές δυνάμεις αποσύρθηκαν προς νότο για να αποφύγουν την πλήρη καταστροφή τους. Έτσι άρχιζε η σκοτεινή περίοδος της κατοχής με τον ιταλικό στρατό να αναλαμβάνει τον έλεγχο της περιοχής μέχρι τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας (8 Σεπτεμβρίου 1943), ενώ στη συνέχεια τη σκυτάλη πήραν οι Γερμανοί.

Η Φθιώτιδα αποτέλεσε το λίκνο της Εθνικής Αντίστασης απέναντι στον βάρβαρο κατακτητή. Μετά την ίδρυση του ΕΑΜ (27 Σεπτεμβρίου 1941), στη Λαμία σε σύσκεψη στελεχών του ΚΚΕ Φθιωτιδο-Φωκίδας και Ευρυτανίας (14 Μαΐου 1942) πάρθηκε η απόφαση για το ξεκίνημα του ένοπλου αγώνα του ΕΛΑΣ. Από την Σπερχειάδα (καλύβα Στεφανή) στις 22 Μαΐου 1942 ξεκίνησαν οι πρώτοι αντάρτες για το βουνό υπό τον μετέπειτα αρχικαπετάνιο του ΕΛΑΣ, Άρη Βελουχιώτη (ο γεωπόνος Θανάσης Κλάρας από τη Λαμία 1905-1945).

Ο αδούλωτος πληθυσμός της Φθιώτιδας στήριξε με κάθε μέσο και κόστος το ένοπλο κίνημα αντίστασης και συμμετείχε ενεργά στο έπος της αντίστασης. Δεκάδες σκληρές μάχες με τον κατακτητή, δολιοφθορές, ανατινάξεις γεφυρών και τραίνων, πράξεις ηρωισμού και υπέρτατης θυσίας σημάδεψαν τα χρόνια της κατοχής στο νομό. Η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου από τις ενωμένες αντάρτικες δυνάμεις του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ μαζί με Άγγλους σαμποτέρ στις 25 Νοεμβρίου 1942, αποτέλεσε την μεγαλύτερη μέχρι τότε αντιστασιακή ενέργεια στην κατεχόμενη Ευρώπη. Ακολούθησαν οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Ιταλών προς τη δυτική Φθιώτιδα (Απρίλιος και Ιούνιος 1943), η μεγάλη επίθεση του ΕΛΑΣ στο σιδηροδρομικό σταθμό της Αμφίκλειας (13-14 Απριλίου 1943), η μάχη στο 51ο χλμ Λαμίας-Άμφισσας (20-21 Μαΐου), η ανατίναξη της σήραγγας του Κουρνόβου (2 Ιουνίου 1943) με τη θυσία των 50 Ελλήνων ομήρων του ανατιναχθέντος τραίνου, η καταστροφή της γέφυρας του Ασωπού (21 Ιουνίου 1943) και οι μάχες της Παύλιανης-Δυό Βουνών-Καλοσκοπής (3 Ιουνίου) και του Διλόφου (26 Ιουνίου).

Μετά την κατάρρευση της Ιταλίας το Σεπτέμβριο 1943, αυξήθηκαν οι συγκρούσεις των Γερμανών με τον ΕΛΑΣ για τον έλεγχο της ορεινής Φθιώτιδας και σημειώθηκαν σημαντικές μάχες στην περιοχή Θερμοπυλών-Μώλου (20-21 και 28-29 Σεπτεμβρίου 1943) και στην ευρύτερη δυτική Φθιώτιδα με αποκορύφωμα τη μάχη της Μακρακώμης (6 Οκτωβρίου). Παράλληλα εκδηλώθηκαν σοβαρές γερμανικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις προς τη δυτική Φθιώτιδα με κατεύθυνση την ορεινή Ευρυτανία (επιχείρηση «Hubertus» 6-13 Νοεμβρίου 1943).

Το 1944, καθώς διαφαινόταν η επικείμενη ήττα του άξονα σε όλα τα πολεμικά μέτωπα, το αντιστασιακό κίνημα όλο και ισχυροποιούνταν απελευθερώνοντας σημαντικές περιοχές της ορεινής Ελλάδας. Ήδη από τις 7 Αυγούστου 1943 σε σύσκεψη στο Γαρδίκι Ομιλαίων, τέθηκαν οι βάσεις για την «κυβέρνηση της ελεύθερης Ελλάδας του βουνού», όταν 350 αντιπρόσωποι των Λαϊκών Διοικητικών Επιτροπών Φθιώτιδας-Φωκίδας-Ευρυτανίας συνέταξαν τον Κώδικα Αυτοδιοίκησης και Λαϊκής Δικαιοσύνης για τη Στερεά.

Η 13η μεραρχία του ΕΛΑΣ στη Φθιώτιδα ενισχυόταν διαρκώς και αυξανόταν σε ανθρώπινο δυναμικό, πολεμική ισχύ, εκπαίδευση και εμπειρία. Νέες γερμανικές επιδρομές προς τη δυτική Φθιώτιδα οδήγησαν σε μεγάλες συγκρούσεις σε Φτέρη-Κλωνί-Παλαιοβράχα-Καμπιά-Βίτωλη (3 Ιανουαρίου) και προς Σπερχειάδα-Μακρακώμη (12-14 Μαΐου). Την περίοδο 5-16 Αυγούστου 1944 οι Γερμανοί εκδήλωσαν την τελευταία τους εκκαθαριστική επιχείρηση με τον κωδικό «Kreuzotter» προς την Ευρυτανία, έδρα της Π.Ε.Ε.Α, του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ και της 13ης μεραρχίας, για τη διάνοιξη ελεύθερης διόδου προς βορρά εν όψει της επικείμενης αποχώρησής τους από την Ελλάδα. Η δυτική Φθιώτιδα για άλλη μια φορά έγινε θέατρο σκληρών αναμετρήσεων ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τις γερμανικές μονάδες (4η μεραρχία SS Polizei και 18ο Σύνταγμα Ορεινών Κυνηγών SS) που προκάλεσαν ανυπολόγιστες καταστροφές και προέβησαν σε θηριωδίες κατά των αμάχων. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1944 έγινε η μεγάλη επίθεση στο σιδηροδρομικό σταθμό Λιανοκλαδίου και στις 4 Οκτωβρίου το μεγάλο σαμποτάζ σε γερμανική αμαξοστοιχία στα Στύρφακα. Η ώρα της ελευθερίας πλησίαζε. Στις 18 Οκτωβρίου οι Γερμανοί αποχώρησαν από την Λαμία και την επομένη οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ με τον Άρη Βελουχιώτη μπήκαν στην ελεύθερη πλέον πόλη. Μια νέα δύσκολη περίοδος ξεκινούσε για το λαό της Φθιώτιδας.

Το κόστος της αντίστασης, σε ανθρώπινες ζωές και υλικές καταστροφές, ήταν ανυπολόγιστο. Οι κατακτητές προέβησαν σε συστηματικούς εμπρησμούς δεκάδων χωριών και χιλιάδων οικιών, ομηρίες, τρομοκρατία, βασανιστήρια, εκτελέσεις αντιστασιακών και μαζικές δολοφονίες εκατοντάδων αθώων αμάχων ως αντίποινα, σε μια προσπάθεια να κάμψουν το αγωνιστικό φρόνημα του φθιωτικού λαού. Αποκορύφωμα, οι εκτελέσεις των 150 ομήρων στη Λαμία (2 Απριλίου 1944), των 106 στον Αγ. Στέφανο ως αντίποινα για την ανατίναξη του Κουρνόβου (6 Ιουνίου 1943), των 65 αμάχων σε Ν. Μοναστήρι και Ομβριακή την περίοδο 1942-1944, των 29 ως αντίποινα για την ανατίναξη του Γοργοποτάμου (1-6 Δεκεμβρίου 1942), των 25 σε Αμφίκλεια και Αταλάντη (16 Απριλίου και 29 Μαΐου 1943), οι ολικές καταστροφές της Τιθορέας (24 Απριλίου 1943), της Υπάτης (17 Ιουνίου 1944), της Σπερχειάδας (18 Ιουνίου 1944), της Μακρακώμης και των χωριών της δυτικής Φθιώτιδας (5-16 Αυγούστου 1944).

Την περίοδο του αιματηρού αδελφοκτόνου εμφυλίου (1946-1949) η Φθιώτιδα αποτέλεσε πεδίο σφοδρών πολεμικών συγκρούσεων ανάμεσα στις κυβερνητικές δυνάμεις (Εθνικός Στρατός, Χωροφυλακή, Εθνοφυλακή, Μ.Α.Υ) και τον Δ.Σ.Ε καθώς και περιστατικών ασύλληπτης αγριότητας και βιαιότητας που διεπράχθησαν μεταξύ των αντιμαχομένων παρατάξεων. Τα χρόνια 1946-1950 λειτούργησε στη Λαμία το Έκτακτο Στρατοδικείο, το οποίο επέβαλε 435 θανατικές καταδίκες οι οποίες οδήγησαν στο εκτελεστικό απόσπασμα 210 συλληφθέντες αριστερούς πολίτες και αντάρτες μεταξύ 1946-1949. Ο εμφύλιος πόλεμος ερήμωσε την ύπαιθρο, προκάλεσε ανυπολόγιστα θύματα μεταξύ ενόπλων και αμάχων, τεράστιο προσφυγικό κύμα από την ορεινή ύπαιθρο προς τη Λαμία και υλικές καταστροφές τέτοιου μεγέθους που αποτέλεσαν το βασικό αίτιο της μαζικής αστυφιλίας που έπληξε τον νομό δημογραφικά και αναπτυξιακά τις μετέπειτα δεκαετίες. Κυρίως όμως δίχασε βαθιά για πολλές δεκαετίες των ελληνικό λαό και εμπόδισε τη χώρα, αν και νικήτρια στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, να διεκδικήσει μια καλύτερη θέση στον μεταπολεμικό κόσμο.

Το παρόν πόνημα δεν φιλοδοξεί ασφαλώς να εξαντλήσει λεπτομερώς τη μακραίωνη και εξαιρετικά πλούσια ιστορία της Φθιώτιδας, κάτι ανέφικτο για τις λίγες φιλόξενες σελίδες που παραχωρήθηκαν στα πλαίσια του ημερολογίου. Φιλοδοξία του γράφοντος είναι απλά να αναδείξει την αναγκαιότητα της διαχρονικής μελέτης των γεγονότων για την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων, τη σημασία ένταξης της τοπικής ιστορίας στην εκπαίδευση των μαθητών του νομού μας και την αξία διατήρησης της μνήμης, της πολιτιστικής ταυτότητας και της ιστορικής συνέχειας, με αφετηρία την αγωνία για τις προκλήσεις και τις απειλές που αντιμετωπίζει ο ελληνισμός στον 21ο αιώνα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

(1) ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1979

(2) Απ. Βακαλόπουλου, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ, τόμοι Ε-Η, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1980-88

(3) Διον. Κόκκινου, Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ, εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα, 1957

(4) Σπ. Τρικούπη, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ, εκδόσεις Λιβάνης, Αθήνα, 1993

(5) Λ. Κουτσονίκα, ΓΕΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ, Αθήνα, 1863

(6) Νικ. Σπηλιάδη, ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ, εκδόσεις Χ. Ν. Φιλαδέλφεως, Αθήνα, 1851

(7) Χρ. Περραιβού, ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΠΟΛΕΜΙΚΑ 1820-1829, Αθήνα, 1836

(8) Κων. Παπαρρηγόπουλου, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, εκδόσεις Φάρος, Αθήνα, 1984

(9) Ηροδότου «Ιστορίαι» (10) Pressfield Steven, «ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ», εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, Αθήνα, 2002

(11) Fields Nic, «Οι Περσικοί πόλεμοι ΙΙΙ: Η μάχη των Θερμοπυλών», εκδόσεις OSPREY, 2011

(12) Σπ. Φόρτη, ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΔΙΑΚΟΥ, Αθήνα, 1874

(13) Π. Πανουργιά, ΠΑΝΟΥΡΓΙΑΔΕΣ, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, 2012

(14) «ΛΕΥΚΩΜΑ ΑΠΟ ΤΑ ΑΡΧΕΙΑ ΤΗΣ ΧΙΙΙ ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ», Αθήνα, 1995 (επανέκδοση του 1944).

(15) Γ. Χατζηπαναγιώτου (καπετάν Θωμά), Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΆΡΗ ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗ, εκδόσεις Δωρικός, Αθήνα 1975.

(16) Στ. Σαράφη, Ο ΕΛΑΣ, εκδόσεις Επικαιρότητα, Αθήνα, 1980 (επανέκδοση του 1946).

(17) Ι. Χανδρινού, ΕΛΑΣ Ο ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ, τόμοι Α-Β, Μονογραφίες, περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία, εκδόσεις Γνώμων Εκδοτική, Αθήνα, 2011.

(18) Βασ. Κανέλλου, Η ΣΠΕΡΧΕΙΑΔΑ, Σπερχειάδα, 1997.

(19) Β. Παπαδάκη (καπετάν Λευτεριά), ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΞΑΡΕ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ, εκδόσεις Θυμέλη, Αθήνα, 1999.

(20) Δ. Δημητρίου (καπετάν Νικηφόρου), ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ, τόμοι Α-Γ, εκδόσεις Παρασκήνιο, Αθήνα, 2015.

(21) Βασ. Λάζου, Η επιβολή του Κράτους στη Λαμία – ο Εμφύλιος πόλεμος στη Λαμία 1945-1949, εκδόσεις Ταξιδευτής, Αθήνα , 2016

(22) Γ. Μαργαρίτη, Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου 1946-1949, τόμοι Α & Β, εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2006

(23) William Miller, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΡΑΓΚΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (1204-1566), μετάφραση Άγγελου Φουριώτη, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1990

(24) Steven Runciman, Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΩΝ, εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα, 2006

(25) Ιω. Βορτσέλα, Φθιώτις, εκδόσεις Κασταλία, Αθήνα, 1973

(26) Χρ. Καραχάλιου, Φθιώτις, Αθήνα, 1971

(27) Γεω. Σούλιου, Φθιώτιδα 2000, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2000

(28) Γεω. Πλατή, Λαμία – Ιστορική και Κοινωνική Έρευνα, Δήμος Λαμιέων, Αθήνα, 1973

(29) Δημ. Νάτσιου, Μετεπαναστατικό Χρονολόγιο της Λαμίας (1833-2013), Λαμία, 2013

(30) Δημ. Νάτσιου, Χρονολόγιο της Λαμίας (6ος αι. π.Χ – σήμερα), εκδ. Λυχνάρι, Λαμία, 1997

Written by

altpress.gr ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΛΑΜΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΦΘΙΩΤΙΔΑ- ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ

Comments are closed.