Συνοπτική Ιστορία της Φθιώτιδας- μέρος α΄. Του Χρόνη Βάρσου

Κείμενο για την ιστορία της Φθιώτιδας που επιμεληθηκε ο φιλόλογος- ιστορικός και ερευνητής Χρόνης Βάρσος  για το  ημερολόγιο 2019 του Ομίλου Ρουμελιωτών Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος.

Η ιστορική αναφορά για τη Φθιώτιδα είναι τόσο πλούσια, που χάνεται στα βάθη των μύθων του πρώτου κατακλυσμού, του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, μυθικών γεναρχών του ελληνικού έθνους, των παιδιών τους, Έλληνα και Αμφικτύονα, του ημίθεου Ηρακλή που πέθανε στην κορυφή της Οίτης, του θεϊκού Σπερχειού, και των ηρώων της Αργοναυτικής και Τρωικής εκστρατείας.

H κοιλάδα του Σπερχειού ποταμού, σύμφωνα με την άποψη των γεωλόγων, κατοικήθηκε από μακρινές και πανάρχαιες εποχές. Σ΄αυτό συνέβαλαν οι άριστες κλιματολογικές συνθήκες και το εύφορο και πρόσφορο έδαφός της. Τόσο πλούσια ήταν αυτή η περιοχή, που ο μεν ‘Ομηρος αποκαλεί τη Φθία «ερίβωλον» και «εριβώλακα», ενώ ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς τη θεωρεί σαν το πιο γόνιμο και παραγωγικό μέρος της Ελλάδας. Aρχαιολογικές έρευνες, που έγιναν στον αιώνα μας σε γειτονικές θέσεις της Λαμίας (Λιανοκλάδι, Φουρνοσπηλιά Οίτης, Μηλοράχη Φτέρης, Αμούρι, Σταυρός, Πλατάνια), έφεραν στο φως κατάλοιπα οικισμών της Μέσης και της Νεότερης Νεολιθικής Εποχής. Αυτό σημαίνει, πως η κοιλάδα του Σπερχειού κατοικήθηκε από την 5η π.Χ. χιλιετία τουλάχιστον, ενώ στα τέλη της 4ης χιλιετηρίδας π.Χ κατακλύστηκε από πληθυσμούς, προελληνικά φύλα, που ονομαζόταν Κάρες, Λέλεγες, Πελασγοί, Δρύοπες, που κατοικούσαν στη Μικρά Ασία.

Τα Μυκηναϊκά και Γεωμετρικά χρόνια

Γύρω στον 20ο αιώνα π.Χ εμφανίζονται τα ινδοευρωπαϊκά φύλα που διαμόρφωσαν σταδιακά τα μυκηναϊκά βασίλεια μέχρι τον 12ο αιώνα π.Χ. Αφού εξεδίωξαν κάποιους απ’ τους προκατόχους και ενσωματώθηκαν με τους υπόλοιπους, εγκαταστάθηκαν και στη κοιλάδα του Σπερχειού, δημιούργησαν τη Φθία και την Ελλάδα, σημαντικά κέντρα του Μυκηναϊκού Πολιτισμού. Μυθικοί ήρωες από την Αλόπη και τον Θαυμακό πήραν μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία με τον Ιάσονα.

Στη Θεσσαλία και τη Φθιώτιδα διαμορφώθηκε το βασίλειο του μυθικού Πηλέα, πατέρα του Αχιλλέα, γνωστό ως Φθία ή Ελλάδα. ‘Εχει κατά καιρούς αμφισβητηθεί, αν η Φθία και η Ελλάδα ήταν πόλεις ή περιοχές. Σαν πιο αξιόπιστη μαρτυρία θεωρούμε εκείνη του Ομήρου, που τις αναφέρει μάλλον σαν πόλεις και απ’ τις οποίες αργότερα βαφτίστηκαν και οι περιοχές τους: «Νυν αυ τους, όσοι το Πελασγικόν Αργος έναιον, οι τ’ Αλον οι τ’ Αλόπην, οι τε Τρηχίν’ ενέμοντο, οι τ’ είχον Φθίην η δ’ Ελλάδα καλλιγυναίκα». Σύμφωνα με τη μελέτη του καθηγητή Αντ. Χατζή, οι ‘Ελληνες ή ‘Ελλάνες ήταν κάτοικοι της πόλης ‘Ελλη ή ‘Ελλα, που βρισκόταν στις όχθες του Σπερχειού και που τ’ αρχικό του όνομα ήταν Ελλάς κι έτσι η χώρα μέσα απ’ την οποία περνούσε, ονομάστηκε Ελλάδα. Σύμφωνα με άλλους ερευνητές, ως περιοχή Φθία, θεωρούνταν το κομμάτι βόρεια της Όθρυος (ευρύτερη περιοχή Δομοκού, Φαρσάλων, Αχαΐας Φθιώτιδας, Μαγνησίας-Πηλίου) με κύριες πόλεις τις Φθιωτικές Θήβες (σημερινή Ν. Αγχίαλος) και την Κρεμαστή Λάρισα (Πελασγία). Το νότιο κομμάτι του κράτους που ονομαζόταν Ελλάδα (περιοχή νότια της Όθρυος και ευρύτερη κοιλάδα του Σπερχειού) με κύρια πόλη την Άλο, κατοικούνταν από όσους ονομάζονταν Μυρμιδόνες, Αχαιοί ή Έλληνες.

Ως ηγεμόνες του ευρύτερου βασιλείου της Φθίας πρέπει να θεωρηθούν όσοι εξεστράτευσαν στην Τροία τον 12ο αιώνα π.Χ (Αχιλλέας, Πρωτεσίλαος, Φιλοκτήτης, Εύμηλος και Ευρύπυλος). Στη Β ραψωδία της Ιλιάδας αναφέρονται από τον Όμηρο οι ηγεμόνες, οι πόλεις και οι δυνάμεις σε πλοία από την περιοχή της Φθιώτιδας που πήραν μέρος στα τέλη του 12ου αιώνα π.Χ στον περίφημο Τρωικό πόλεμο: ο Φιλοκτήτης με 7 πλοία (Μηθώνη, Θαυμακίη, Μελιβοία, Ολιζών), ο Αχιλλέας με τους Μυρμιδόνες με 50 πλοία (Άργος Πελασγικόν, Άλος, Αλόπη, Τραχίς) και ο Αίας του Οϊλέως (Λοκρός) με 40 (Κύνος, Οπόεις, Καλλίαρος, Βήσσα, Σκάρφη, Αυγειαί, Τάρφη, Θρόνιον). Η εισβολή των Δωριέων τον 11ο αιώνα διέλυσε τα μυκηναϊκά βασίλεια και επέφερε σοβαρές αναστατώσεις και αλλαγές σε όλα τα επίπεδα 

Τα αρχαϊκά χρόνια στη Φθιώτιδα (776-479 π.Χ)

Στην ευρύτερη περιοχή της Φθιώτιδας κατά τους προ-ομηρικούς και ομηρικούς χρόνους ανήκαν ως περιοχές και φυλετικά κράτη: η Αχαΐα Φθιώτιδα ως το νότιο τμήμα της Θεσσαλίας (η βόρεια της Όθρυος περιοχή Δομοκού και ανατολικής Φθιώτιδας), η Δολοπία (δυτικό τμήμα Δομοκού-περιοχή Ξυνιάδας), η χώρα των Μαλιέων/Μαλίς (Λαμία και περιοχή Μαλιακού κόλπου), η χώρας των Αινιάνων/Αινίς (Υπάτη και δυτική Φθιώτιδα), η χώρα των Δρυόπων/Δρυοπίς (ορεινή Οίτη-Παρνασσός), η χώρα των Οιταίων (Παύλιανη-Μπράλος-Ελευθεροχώρι-Δυό Βουνά), η Οπούντια και Επικνημίδια Λοκρίδα (παραλιακή Λοκρίδα) και η Φωκική Λοκρίδα (Αμφίκλεια-Τιθορέα). Στην ανατολική Φθιώτιδα υπήρχαν οι πόλεις Φάλαρα (Στυλίδα), Εχίνος (Αχινός) και Κρεμαστή Λάρισα (Πελασγία). Στη περιοχή του Δομοκού οι πόλεις Μελιταία, Φιλιαδώνα, Ερινεός, Θαυμακός, Προέρνα και Ξυνιάδα. Στη Μαλίδα, η Λαμία, η Τραχίνα, η Ανθήλη, η Αλόπη. Στη δυτική Φθιώτιδα οι πόλεις Υπάτη (Ύπατα), Έρυθος, Κοροφαί, Ερυθραί, Λαπίθειον, Πύρρα, Κυθήρα, Φύραξ, Μακρά Κώμη, Σπερχειαί, Λάτυια, Σωσθενίς. Στη Λοκρίδα, στη χώρα των Οπούντιων Λοκρών, οι Αλαί (Θεολόγος), ο Οπούς (Αταλάντη), ο Κύνος (Λιβανάτες) και ο Δαφνούς (Αγ. Κωνσταντίνος). Στην Επικνημίδια Λοκρίδα, το Θρόνιο, ο Δαφνούντας, η Σκάρφεια και η Τάρφη και στη Φωκική Λοκρίδα, η Ελάτεια, η Τιθορέα, οι Αβαί και το Τιθρώνιο.

Την περίοδο από το 776 π.Χ που αρχίζουν οι πρώτοι Ολυμπιακοί αγώνες μέχρι και το 344 π.Χ , όταν στη Φθιώτιδα θα κυριαρχήσουν οι Μακεδόνες, υπήρχαν τα Κοινά των Μαλιέων, Αχαιών Φθιωτών, Οιταίων και Αινιάνων υπό τη θεσσαλική κυριαρχία ως μέλη του αμφικτυονικού Συνεδρίου. Η Δελφική Αμφικτυονία ήδη από τον 7ο αιώνα π.Χ. ήταν η πιο σημαντική της αρχαίας Ελλάδας και αποτελούσε αρχικά μία ομοσπονδία δώδεκα φυλών της Κεντρικής Ελλάδας, αλλά απέκτησε πανελλήνιο χαρακτήρα. Ο θεσμός των Αμφικτυονιών πήρε το όνομά του από τον Αμφικτύονα, γιό του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, αδελφό του Έλληνα. Σε αυτήν ήταν μέλη όλοι όσοι κατοικούσαν την ευρύτερη Φθιώτιδα: οι Λοκροί , οι Αχαιοί, οι Μαλιείς, οι Αινιάνες, οι Οιταίοι, οι Δόλοπες αλλά και οι Θεσσαλοί, οι Βοιωτοί (Θήβα), οι Δωριείς (Σπάρτη), οι Ίωνες (Αθήνα), οι Περραιβοί, οι Μάγνητες και οι Φωκείς. Εκπροσωπούνταν ακόμα οι Αιτωλείς, οι Ακαρνάνες, οι Αρκάδες, οι Ηλείοι, οι Τριφύλιοι και οι Δρύοπες. Το Συνέδριο συγκαλούνταν δύο φορές τον χρόνο, την άνοιξη στο ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς και το φθινόπωρο στο ιερό της Δήμητρας στην Ανθήλη (Αμφικτυονίς) κοντά στις Θερμοπύλες. Αρχικά είχε σαν σκοπό την εποπτεία των ιερών τόπων όσον αφορά τα θρησκευτικά καθήκοντα καθώς και την τέλεση των Πυθίων, αλλά στην συνέχεια απέκτησε ισχυρή πολιτική εξουσία και όριζε κανόνες πολέμου και ειρήνης για τα μέλη της.

Κλασσικά-Ελληνιστικά και Ρωμαϊκά χρόνια (479 π.Χ – 395 μ.Χ)

Στα χρόνια της μεγάλης περσικής εισβολής του Ξέρξη, το 480-479 π.Χ , η περιοχή της Φθιώτιδας, πλην των Λοκρών, «μήδισε» μπροστά στον όγκο του εχθρικού στρατού εισβολής και υπέστη τρομερές καταστροφές μέχρι την οριστική ήττα των Περσών στις Πλαταιές το 479 π.Χ. Δοξάστηκε όμως όσο καμιά άλλη αφού στον χώρο της διεξήχθη η διάσημη μάχη των Θερμοπυλών το 480 π.Χ. Ένα μικρό ελληνικό σώμα 7.000 ανδρών, εκ των οποίων και 1.000 περίπου Λοκροί, με αιχμή τους 300 Σπαρτιάτες με επικεφαλής τον βασιλιά Λεωνίδα, έδωσε στο στενό αυτό, ταυτόχρονα με τον ελληνικό στόλο στο Αρτεμίσιο, για 3 μέρες μια άνιση μάχη απέναντι σε εκατοντάδες χιλιάδες περσικού στρατού έως ότου περικυκλώθηκε, μετά την προδοσία του Εφιάλτη, και η αμυντική θέση εγκαταλείφθηκε. Οι Λακεδαιμόνιοι με τον Λεωνίδα και οι 700 Θεσπιείς του Δημόφιλου έμειναν και έπεσαν μέχρι τον τελευταίο, αφήνοντας την απόλυτη ιστορική παρακαταθήκη ανδρείας, αντίστασης και θυσίας απέναντι στον δεσποτισμό και την υποταγή στον ασιάτη εισβολέα.

Στα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου (431-404 π.Χ) οι Οπούντιοι Λοκροί συντάχθηκαν με τους Σπαρτιάτες ενώ η υπόλοιπη Φθιώτιδα τήρησε σε γενικές γραμμές ουδετερότητα μεταξύ των εμπολέμων, Αθηναίων και Πελοποννησίων. Το 427 ή 426 π.Χ παράλληλα με τον μεγάλο σεισμό που κατέστρεψε τη Λαμία, ιδρύθηκε από τους Σπαρτιάτες η Ηράκλεια, νότια της Λαμίας, στη θέση της αρχαίας Τραχίνας, ως βάση ελέγχου της Στερεάς και της Θεσσαλίας. Το 413 π.Χ η Λαμία, που κατά τη μυθολογία χτίστηκε απ’ τον Λάμο, γιο του Ηρακλή και της Ομφάλης, ή από τη Λαμία, Βασίλισσα των Τραχινίων, θυγατέρα του Ποσειδώνα, αποτέλεσε την πρωτεύουσα του κράτους των Μαλιέων και η Υπάτη του Κοινού των Αινιάνων.

Το κράτος των Μαλιέων ανήκε όλο το διάστημα μέχρι το 344 π.Χ στην ευρύτερη Θεσσαλία και την περίοδο του Κορινθιακού ή Βοιωτικού πολέμου (395-386 π.Χ) συντάχθηκε με τη Σπάρτη εναντίων των Βοιωτών, του Άργους της Κορίνθου και της Αθήνας. Τα χρόνια της ανόδου της Θηβαϊκής ισχύος (371-362 π.Χ) υπό τους Επαμεινώνδα και Πελοπίδα, η περιοχή της Φθιώτιδας υπήχθη στη σφαίρα επιρροής των Βοιωτών. Κατά τον Γ’ Ιερό πόλεμο (356-346 π.Χ) τάχθηκε με το μέρος των Μακεδόνων, των Λοκρών και των Βοιωτών εναντίον των Φωκέων και των Αθηναίων ενώ στο έδαφος, ιδίως της Λοκρίδας (στην Τιθορέα αυτοκτόνησε το 354 π.Χ ο αρχηγός των Φωκέων Φιλόμηλος), έγιναν πολλαπλές συγκρούσεις. Μετά τη νίκη του ο βασιλιάς της Μακεδονίας, Φίλιππος Β’, έθεσε το 344 π.Χ την ευρύτερη Θεσσαλία και τη Φθιώτιδα έως την Ελάτεια, υπό τη μακεδονική κυριαρχία για τα επόμενα τουλάχιστον 65 χρόνια. Το 336 π.Χ στην Ανθήλη, το Συνέδριο των Αμφικτυονιών ανακήρυξε τον Μ. Αλέξανδρο «Ηγεμόνα της Ελλάδος» και συστρατεύτηκε μαζί του στην εκστρατεία στην Ασία εναντίον των Περσών.

Μετά τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου, η Λαμία και η ευρύτερη περιοχή της Φθιώτιδας έγιναν πεδίο συγκρούσεων το 323-322 π.Χ μεταξύ των νοτίων Ελλήνων (Αθηναίοι, Βοιωτοί, Αργείοι, Αχαιοί, Αιτωλοί, Λοκροί) που εξεγέρθηκαν εναντίον των Μακεδόνων. Το 323 π.Χ ο Αθηναίος στρατηγός Λεωσθένης πολιόρκησε τον αντιβασιλιά της Μακεδονίας Αντίπατρο μέσα στο κάστρο της Λαμίας αλλά σκοτώθηκε. Στη συνέχεια οι νότιοι Έλληνες και οι Θεσσαλοί νίκησαν, βόρεια της Λαμίας, τα μακεδονικά στρατεύματα που έφτασαν από την Ασία υπό τον Λεοννάτο, αλλά μια νέα αποστολή μακεδονικών δυνάμεων υπό τον Κρατερό τους εξανάγκασε σε οριστική ήττα στην Κραννώνα της Θεσσαλίας. Έτσι η περιοχή της Φθιώτιδας περιήλθε πάλι υπό τον μακεδονικό έλεγχο. Στα χρόνια των εμφυλίων πολέμων των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου (322-281 π.Χ) η περιοχή ταλαιπωρήθηκε από τις συγκρούσεις μεταξύ του Κάσσανδρου και του Δημήτριου του Πολιορκητή (302 π.Χ) και τις επιχειρήσεις του Πύρρου της Ηπείρου εναντίον των Μακεδόνων (286 π.Χ).

Στα χρόνια της μεγάλης περσικής εισβολής του Ξέρξη, το 480-479 π.Χ , η περιοχή της Φθιώτιδας, πλην των Λοκρών, «μήδισε» μπροστά στον όγκο του εχθρικού στρατού εισβολής και υπέστη τρομερές καταστροφές μέχρι την οριστική ήττα των Περσών στις Πλαταιές το 479 π.Χ. Δοξάστηκε όμως όσο καμιά άλλη αφού στον χώρο της διεξήχθη η διάσημη μάχη των Θερμοπυλών το 480 π.Χ. Ένα μικρό ελληνικό σώμα 7.000 ανδρών, εκ των οποίων και 1.000 περίπου Λοκροί, με αιχμή τους 300 Σπαρτιάτες με επικεφαλής τον βασιλιά Λεωνίδα, έδωσε στο στενό αυτό, ταυτόχρονα με τον ελληνικό στόλο στο Αρτεμίσιο, για 3 μέρες μια άνιση μάχη απέναντι σε εκατοντάδες χιλιάδες περσικού στρατού έως ότου περικυκλώθηκε, μετά την προδοσία του Εφιάλτη, και η αμυντική θέση εγκαταλείφθηκε. Οι Λακεδαιμόνιοι με τον Λεωνίδα και οι 700 Θεσπιείς του Δημόφιλου έμειναν και έπεσαν μέχρι τον τελευταίο, αφήνοντας την απόλυτη ιστορική παρακαταθήκη ανδρείας, αντίστασης και θυσίας απέναντι στον δεσποτισμό και την υποταγή στον ασιάτη εισβολέα.

Στα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου (431-404 π.Χ) οι Οπούντιοι Λοκροί συντάχθηκαν με τους Σπαρτιάτες ενώ η υπόλοιπη Φθιώτιδα τήρησε σε γενικές γραμμές ουδετερότητα μεταξύ των εμπολέμων, Αθηναίων και Πελοποννησίων. Το 427 ή 426 π.Χ παράλληλα με τον μεγάλο σεισμό που κατέστρεψε τη Λαμία, ιδρύθηκε από τους Σπαρτιάτες η Ηράκλεια, νότια της Λαμίας, στη θέση της αρχαίας Τραχίνας, ως βάση ελέγχου της Στερεάς και της Θεσσαλίας. Το 413 π.Χ η Λαμία, που κατά τη μυθολογία χτίστηκε απ’ τον Λάμο, γιο του Ηρακλή και της Ομφάλης, ή από τη Λαμία, Βασίλισσα των Τραχινίων, θυγατέρα του Ποσειδώνα, αποτέλεσε την πρωτεύουσα του κράτους των Μαλιέων και η Υπάτη του Κοινού των Αινιάνων.

Το κράτος των Μαλιέων ανήκε όλο το διάστημα μέχρι το 344 π.Χ στην ευρύτερη Θεσσαλία και την περίοδο του Κορινθιακού ή Βοιωτικού πολέμου (395-386 π.Χ) συντάχθηκε με τη Σπάρτη εναντίων των Βοιωτών, του Άργους της Κορίνθου και της Αθήνας. Τα χρόνια της ανόδου της Θηβαϊκής ισχύος (371-362 π.Χ) υπό τους Επαμεινώνδα και Πελοπίδα, η περιοχή της Φθιώτιδας υπήχθη στη σφαίρα επιρροής των Βοιωτών. Κατά τον Γ’ Ιερό πόλεμο (356-346 π.Χ) τάχθηκε με το μέρος των Μακεδόνων, των Λοκρών και των Βοιωτών εναντίον των Φωκέων και των Αθηναίων ενώ στο έδαφος, ιδίως της Λοκρίδας (στην Τιθορέα αυτοκτόνησε το 354 π.Χ ο αρχηγός των Φωκέων Φιλόμηλος), έγιναν πολλαπλές συγκρούσεις. Μετά τη νίκη του ο βασιλιάς της Μακεδονίας, Φίλιππος Β’, έθεσε το 344 π.Χ την ευρύτερη Θεσσαλία και τη Φθιώτιδα έως την Ελάτεια, υπό τη μακεδονική κυριαρχία για τα επόμενα τουλάχιστον 65 χρόνια. Το 336 π.Χ στην Ανθήλη, το Συνέδριο των Αμφικτυονιών ανακήρυξε τον Μ. Αλέξανδρο «Ηγεμόνα της Ελλάδος» και συστρατεύτηκε μαζί του στην εκστρατεία στην Ασία εναντίον των Περσών.

Μετά τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου, η Λαμία και η ευρύτερη περιοχή της Φθιώτιδας έγιναν πεδίο συγκρούσεων το 323-322 π.Χ μεταξύ των νοτίων Ελλήνων (Αθηναίοι, Βοιωτοί, Αργείοι, Αχαιοί, Αιτωλοί, Λοκροί) που εξεγέρθηκαν εναντίον των Μακεδόνων. Το 323 π.Χ ο Αθηναίος στρατηγός Λεωσθένης πολιόρκησε τον αντιβασιλιά της Μακεδονίας Αντίπατρο μέσα στο κάστρο της Λαμίας αλλά σκοτώθηκε. Στη συνέχεια οι νότιοι Έλληνες και οι Θεσσαλοί νίκησαν, βόρεια της Λαμίας, τα μακεδονικά στρατεύματα που έφτασαν από την Ασία υπό τον Λεοννάτο, αλλά μια νέα αποστολή μακεδονικών δυνάμεων υπό τον Κρατερό τους εξανάγκασε σε οριστική ήττα στην Κραννώνα της Θεσσαλίας. Έτσι η περιοχή της Φθιώτιδας περιήλθε πάλι υπό τον μακεδονικό έλεγχο. Στα χρόνια των εμφυλίων πολέμων των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου (322-281 π.Χ) η περιοχή ταλαιπωρήθηκε από τις συγκρούσεις μεταξύ του Κάσσανδρου και του Δημήτριου του Πολιορκητή (302 π.Χ) και τις επιχειρήσεις του Πύρρου της Ηπείρου εναντίον των Μακεδόνων (286 π.Χ).

Η Φθιώτιδα στα χρόνια της ρωμαιοκρατίας (146 π.Χ – 395 μ.Χ) αποτέλεσε μετά το 31 π.Χ , στα χρόνια του αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου, τμήμα της επαρχίας της Αχαΐας (νοτίως του Ολύμπου) με πρωτεύουσα την Κόρινθο υπαγόμενη απευθείας στη ρωμαϊκή Σύγκλητο. Την περίοδο του Α’ Μιθριδατικού πολέμου (88-85 π.Χ) η Λοκρίδα υπέστη σοβαρές καταστροφές από τα ρωμαϊκά στρατεύματα του Λεύκιου Κορνήλιου Σύλλα που αντιμετώπισε στην περιοχή Λοκρίδας-Βοιωτίας τα στρατεύματα του βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη. Στα χρόνια του Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ) η περιοχή αποτέλεσε τμήμα της ρωμαϊκής διοίκησης της Θεσσαλονίκης.

Στην Υπάτη, σύμφωνα με τον Λουκιανό, βρισκόταν το κέντρο των μαγισσών της Θεσσαλίας, οι περιβόητες Φαρμακίδες, μεταξύ των οποίων οι γνωστές Μυκάλη και Αγλαονίκη ή Αγανίκη. Οι κάτοικοι της Φθιώτιδας ασπάστηκαν το Χριστιανισμό πιθανά μεταξύ του 50-52 μ.Χ., την εποχή που οι Υπαταίοι άκουσαν το Ευαγγέλιο για πρώτη φορά από τον Ηρωδίωνα, έναν από τους εβδομήντα Αποστόλους, ο οποίος το 54 μ.Χ. ίδρυσε εκεί την πρώτη επισκοπή Νέων Πατρών-Υπάτης, τόπο στον οποίο μαρτύρησε. Ένα άλλο γεγονός που συνέβη κατά την περίοδο της διάδοσης του Χριστιανισμού είναι το πέρασμα απ’ την περιοχή των Αποστόλων Παύλου και Λουκά στο ταξίδι τους από την Κόρινθο για τη Μακεδονία.

Κατά τον 3ο και 4ο αιώνα μ.Χ η Φθιώτιδα ταλαιπωρήθηκε ιδιαίτερα από τις επιδρομές των Γότθων (τα χρόνια 251, 263, 267, 287, 376 μ.Χ) και ιδίως την περίοδο 396-398 μ.Χ όταν ηγέτης των Βησιγότθων αναδείχθηκε ο φοβερός Αλάριχος που έφτασε λεηλατώντας μέχρι την Αρκαδία.

Η Βυζαντινή περίοδος 395-1204

Μετά τη διάσπαση του ρωμαϊκού κράτους σε ανατολικό και δυτικό το 395 μ.Χ, και την πτώση της δυτικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας το 476 μ.Χ, η Φθιώτιδα αποτέλεσε οριστικά κομμάτι του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους της Κωνσταντινουπόλεως και τμήμα του θέματος της Ελλάδος (από τον Πηνειό μέχρι την Κόρινθο) μετά τον 7ο αιώνα με πρωτεύουσα η Θήβα.

Το 431 στη Γ’ Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου συμμετείχαν και οι επίσκοποι Λαμίας Σεκουδιανός και Υπάτης Παυσιανός. Με το όνομα Ζητούνι αναφέρεται η Λαμία στην 8η Οικουμενική Σύνοδο, που έγινε στην Κωνσταντινούπολη στα 869 μ.Χ. και στην οποία πήρε μέρος ο Επίσκοπος Ζητουνίου Γεώργιος, ενώ η Υπάτη αναφέρεται ως Νέα Πάτρα.

Στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527-565) ο Γεωγράφος Ιεροκλής αναφέρει στο σύγγραμμά του «Συνέκδημος» ότι στο τότε Βυζαντινό κράτος υπήρχαν 64 επαρχίες και 912 πόλεις. Για τη Φθιώτιδα αναφέρει 3 πόλεις, Λαμία, Ύπατα (Υπάτη), Εχίναιον (Εχινός) που ανήκαν στην επαρχία Θεσσαλίας.

Στο διάστημα 517-675 μ.Χ η περιοχή δέχτηκε τουλάχιστον 7 σλαβικές επιδρομές (517, 539, 551, 557, 559, 577, 675 μ.Χ), περίοδο που βελτιώθηκαν οι οχυρώσεις Λαμίας και Υπάτης, ενώ το 551 μ.Χ υπέστη σοβαρές καταστροφές η Λαμία, μαζί με τη Σκάρφεια και τον Αχινό, από τον μεγάλο σεισμό που την έπληξε. Το 918 μ.Χ ο ικανότατος τσάρος της Βουλγαρίας Συμεών πέρασε και από τη Φθιώτιδα διενεργώντας επιδρομές μέχρι την Κόρινθο. Στα χρόνια του αυτοκράτορα Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου (976-1025), στα πλαίσια του πολυετούς (976-1018) σκληρότατου πολέμου της Βυζαντινής αυτοκρατορίας εναντίον του μεσαιωνικού βασιλείου των Βουλγάρων, η Φθιώτιδα γνώρισε τη φοβερή επιδρομή του τσάρου των Βουλγάρων, Σαμουήλ. Ο βουλγαρικός στρατός επιστρέφοντας από επιδρομή στην Πελοπόννησο, υπέστη συντριπτική ήττα το 995 ή 997 μ.Χ νότια του Σπερχειού ποταμού (μεταξύ Κομποτάδων-Φραντζή) από τις αυτοκρατορικές δυνάμεις υπό τον Νικηφόρο Ουρανό, ενώ ο Σαμουήλ και ο γιός του Ραντομίρ με δυσκολία διέφυγαν την αιχμαλωσία επιστρέφοντας μέσω Πίνδου στην πρωτεύουσά τους Αχρίδα. Το 1018 τη Λαμία, μετά τη λήξη του πολέμου και την οριστική ήττα των Βουλγάρων, επισκέφτηκε ο ίδιος ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β’ καθ’ οδόν προς την Αθήνα. Το 1040 η Φθιώτιδα δέχθηκε ακόμη μια βουλγαρική επιδρομή υπό τον Πέτρο Ντελεάν ενώ το 1082 και το 1147 ήταν η σειρά των Νορμανδών να εισβάλλουν λεηλατώντας στην περιοχή.

Τα χρόνια της Λατινοκρατίας 1204-1470

Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204 κατά την Δ’ Σταυροφορία, οι εισβολείς υπό τον Λομβαρδό Βονιφάτιο Μαρκήσιο του Μονφερράτου, κινήθηκαν νότια για να κατακτήσουν τα εδάφη που τους παραχωρήθηκαν από τη συμφωνία διανομής της Αυτοκρατορίας. Στην περιοχή της Λαμίας προσπάθησε μάταια να αντισταθεί, ο ηγεμόνας του Ναυπλίου, Λέων Σγουρός που είχε επεκτείνει το αυτόνομο κράτος του ήδη από το 1203 μέχρι τη Βοιωτία. Μετά την ήττα του στο χώρο της Φθιώτιδας δημιουργήθηκαν μια σειρά από φραγκικές ηγεμονίες, με κυριότερες το Δουκάτο των Αθηνών (Αττική-Βοιωτία-Φθιώτιδα μέχρι το Δομοκό) του Βουργουνδικού οίκου των ντε Λα Ρος (1204-1311), τμήμα του οποίου αποτελούσε η Βαρωνία του Ζητουνίου (Λαμία-Στυλίδα) του τάγματος των Ναϊτών ιπποτών (1204-1218), και τη Μαρκιωνία της Βοδονίτσης (Μενδενίτσα) των Ιταλών του οίκου των Παλαβιτσίνι (1204-1414).

Η Υπάτη και η Λαμία απελευθερώθηκαν το 1218 από τον Θεόδωρο Α’ Άγγελο Κομνηνό-Δούκα και περιήλθαν στο ελληνικό Δεσποτάτο της Ηπείρου του οίκου των Αγγέλων μέχρι το 1271. Το 1230 μάλιστα η περιοχή δέχτηκε βουλγαρική επίθεση υπό τον τσάρο Ιβάν Ασέν Β’. Μετά τη διάσπαση του Δεσποτάτου το 1271, αποτέλεσαν υπό τον Ιωάννη Α’ Κομνηνό-Δούκα εδάφη του αυτόνομου Δουκάτου των Νέων Πατρών, μέχρι το 1318, με πρωτεύουσα την Υπάτη (Νέαι Πάτραι). Το Δουκάτο εκτεινόταν από το Λιδωρίκι και το Γαλαξίδι στον κορινθιακό κόλπο έως τον Όλυμπο, και από τις ανατολικές πλαγιές της Πίνδου και τον ποταμό Αχελώο έως τις ακτές του Αιγαίου, τον Παγασητικό και τον Μαλιακό κόλπο. Έως το 1275 το Δουκάτο περιελάμβανε και τη Λαμία, που μετά αποδόθηκε ως προίκα της κόρης του Ιωάννη, Ελένης Δούκαινας Αγγελίνας-Κομνηνής, μαζί με την Ηράκλεια, τη Γραβιά και την Πελασγία, στο Δουκάτο των Αθηνών. Αντάλλαγμα ήταν η βοήθεια που προσέφερε ο οίκος των ντε Λα Ρος στον Ιωάννη, όταν πολιορκήθηκε το 1275 στην Υπάτη από τις δυνάμεις της αυτοκρατορίας της Νίκαιας υπό τον Ιωάννη Παλαιολόγο, αδελφό του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου (1259-1282). Η περιοχή του Δουκάτου δέχτηκε και άλλες 4 επιδρομές μεταξύ 1278-1284 από τον αυτοκρατορικό στρατό των Παλαιολόγων. Ο Γουλιέλμος Α’ ντε Λα Ρος του Δουκάτου των Αθηνών κράτησε τη Λαμία και την Πελασγία από το 1275 έως το 1287. Στη συνέχεια (1287-1303) αυτές περιήλθαν στον βαρώνο της Ευβοίας, Βονιφάτιο ντα Βερόνα έως το 1303, για να περάσουν πάλι στο Δουκάτο των Αθηνών μέχρι το 1311. Η Λαμία και η Πελασγία την περίοδο 1311-1319 υπήχθησαν εκ νέου στο Δουκάτο των Νέων Πατρών.

Μετά τη συντριπτική ήττα των Φράγκων ηγεμόνων της νοτίου Ελλάδος, το 1311 στη μάχη της Κωπαϊδας (ή κατ’ άλλους του Αλμυρού), από τους επιδρομείς της Καταλανικής Εταιρείας, πρώην μισθοφόρους του βυζαντινού αυτοκράτορα, η περιοχή Υπάτης-Λαμίας-Δομοκού-Ηράκλειας-Πελασγίας, κατακτάται το 1319 από τον Δον Αλφόνσο Φαδρίγ ντε Αραγκόν. Τα νέα εδάφη ενώθηκαν με το καταλανικό πλέον Δουκάτο των Αθηνών με το όνομα «Δουκάτο Αθηνών και Νέων Πατρών» με πρωτεύουσα τη Θήβα και τη Νέα Πάτρα (Υπάτη), τίτλος που πέρασε στον βασιλιά της Σικελίας ως προστάτη του Δουκάτου. Έτσι αρχίζει η καταλανική περίοδος κατοχής από το 1319 έως το 1391. Η Λαμία υπήχθη από το 1319 στην Κομητεία των Σαλώνων (έως το 1391 που θα κατακτηθεί από τους Φλωρεντινούς Ατζαγιόλι) ενώ ο Πτελεός (και από το 1371 η Πελασγία) θα περάσουν στους Βενετούς. Την περίοδο αυτή, η Υπάτη, αναφέρεται από τους ξένους με τα ονόματα: La Patra, La Patria, Neopatria, Neopatrie, Neopatras και Nouvelle Patra. Το 1377, τον τίτλο του «Δούκα Αθηνών και Νέων Πατρών» πήρε ο Πέτρος Δ’ της Αραγωνίας, που διατηρήθηκε από τους διαδόχους του και αποτελεί μέρος του πλήρους τίτλου του σημερινού μονάρχη της Ισπανίας, Φιλίππου ΣΤ’.

Ο Δομοκός και η Πελασγία θα χαθούν για τους Καταλανούς μετά το 1348, όταν το νέο ισχυρό Σερβικό βασίλειο υπό τον Στέφανο Ντουσάν (1331-1355) και τους διαδόχους του (Συμεών Ούρεση και Θωμά Πρελιούμποβιτς) που ηγεμόνευσαν στη Θεσσαλία μέχρι την έλευση των Τούρκων το 1393, θα καταλάβει αυτές τις περιοχές εκτεινόμενο από τον Δούναβη μέχρι έξω από τη Λαμία. Τα χρόνια της καταλανικής κυριαρχίας η περιοχή θα δεχτεί και τις επιδρομές των Αλβανών (1320 και 1365), των Σέρβων (1341), των Τούρκων (1363) και του ισπανικού οίκου των Ναβαρραίων (1380). Το 1388 αρχίζει η περίοδος των νέων Ιταλών επικυρίαρχων στο Δουκάτο των Αθηνών, του Φλωρεντινού οίκου των Αντζαγιόλι, που θα καταλάβουν την Υπάτη (1390) και τη Λαμία (1391) αλλά μόλις για δύο χρόνια, μέχρι το 1393.

Τότε έφτασαν οι Οθωμανοί Τούρκοι του Βαγιαζήτ Α’ οπότε θα αρχίσει η σκοτεινή περίοδος της τουρκοκρατίας (1393-1833). Η τουρκική κατοχή στην περιοχή Υπάτης-Λαμίας-Δομοκού θα διακόπτεται μόνο βραχύβια, ανάλογα με τα προβλήματα που αντιμετώπιζε το Οθωμανικό κράτους (ήττα από τους Μογγόλους του Ταμερλάνου το 1402, εμφύλια σύγκρουση των Οθωμανών για τη διαδοχή 1402-1421, πόλεμοι με Ούγγρους, Πολωνούς και δυτικούς σταυροφόρους στα βόρεια Βαλκάνια το 1396 και 1444). Η Λαμία και η Υπάτη θα επανέλθουν στη βυζαντινή κυριαρχία μόνο για μικρά χρονικά διαστήματα (1402-1414 / 1422-1423). Μια τελευταία προσπάθεια θα γίνει από τον Κωνσταντίνο ΙΑ’ Παλαιολόγο το 1444-1446, όταν ο τελευταίος αυτοκράτορας, τότε ως Δεσπότης του Μορέως, θα επεκτείνει τον έλεγχό του μέχρι τη Θεσσαλία συμμαχώντας με τους δυτικούς στρατούς που εισέβαλαν στο οθωμανικό έδαφος νότια του Δούναβη. Μετά την ήττα των χριστιανικών στρατών στη Βάρνα (1444), ο Παλαιολόγος θα δεχτεί την εισβολή του οθωμανικού στρατού υπό τον Τουραχάν και θα υποχωρήσει στην Πελοπόννησο. Από το 1414 και η Μαρκιωνία της Βοδονίτσης υποτάχθηκε στους Τούρκους, ενώ το 1470, μετά την πτώση της βενετικής Χαλκίδας, πέρασε οριστικά στην κυριαρχία τους και η περιοχή Πελασγίας-Πτελεού, ως το τελευταίο βενετικό προπύργιο στη Στερεά. Έτσι ολόκληρη η σημερινή Φθιώτιδα θα αποτελέσει από το 1470 οθωμανικό έδαφος αδιαλείπτως μέχρι το 1833.

Written by

altpress.gr ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΛΑΜΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΦΘΙΩΤΙΔΑ- ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ

Comments are closed.