Μικρασιατική Καταστροφή. «Στρατόν σώσατε, πολίτας εγκαταλείψατε».

Βρισκόμαστε λίγο πριν την είσοδο των τούρκων στις ελληνικές παράλιες πόλεις της Μικράς Ασίας.
Ο ελληνικός στρατός υποχωρεί και σε πολλές περιπτώσεις έχει καταρρεύσει και η υποχώρηση μετατρέπεται σε άτακτη φυγή.
Ακόμη πιο τραγική υπήρξε η τύχη του άμαχου ελληνικού πληθυσμού της εμπόλεμης ζώνης. Οι ελληνικές πολιτικές και στρατιωτικές αρχές όχι μόνο απέφυγαν να ενημερώσουν τους κατοίκους για την κατάρρευση του μετώπου και την επικείμενη αποχώρηση του ελληνικού στρατού, παραπλανώντας συνειδητά όσους επιχειρούσαν να πληροφορηθούν τι συμβαίνει, αλλά και απαγόρευσαν κάθε οικογενειακή αναχώρηση από χωριά και πόλεις της ενδοχώρας για τα παράλια. Η άρση αυτής της απαγόρευσης, όπου κι αν γνωστοποιήθηκε στον πληθυσμό, ήρθε κατά κανόνα πολύ αργά [1].
Δεν έλειψαν και οι εντολές ή οι παροτρύνσεις προς τους κατοίκους να μη φύγουν [2], ακόμη και η διά της βίας παρεμπόδισή τους με το μαστίγιο από έλληνες αξιωματικούς που την επόμενη θα εγκατέλειπαν σιδηροδρομικώς την περιοχή [3].
Τα λιμεναρχεία Χίου και Μυτιλήνης απαγόρευσαν ύστερα από διαταγή της Ελληνικής Κυβέρνησης, κάθε απόπλου για παραλαβή προσφύγων [4].
Ακόμη πιο εύγλωττη υπήρξε η θεσμική απαγόρευση της φυγής των Μικρασιατών προς την Ελλάδα με νόμο που ψηφίστηκε ένα μήνα πριν από την κατάρρευση του μετώπου, ενώ αυτή η τελευταία ήταν ορατή πια στον ορίζοντα, και απαγόρευε κάθε «αποβίβασιν» στην Ελλάδα «προσώπων ομαδόν αφικνουμένων εκ της αλλοδαπής» (δηλαδή και από τη Μικρασία), «εφ’όσον ούτοι δεν είναι εφωδιασμένοι διά τακτικών διαβατηρίων νομίμως τεθεωρημένων» [5]
Τα υπόλοιπα άρθρα του εν λόγω Νόμου προέβλεπαν δρακόντειες κυρώσεις για τους παραβάτες ναυτικούς (προσωρινή ή οριστική στέρηση των επαγγελματικών τους δικαιωμάτων).
Σύμφωνα με μαρτυρίες επιζώντων, η απόκτηση διαβατηρίου (ή της ισοδύναμης με αυτό άδειας εισόδου στην Ελληνική Επικράτεια) προϋπέθετε κάποιο κοινωνικό status ή την ύπαρξη «γνωριμιών στη Διοίκηση» [6]
Ακόμη και τις τελευταίες ώρες της ελληνικής κατοχής, οικογένειες Μικρασιατών που δεν ήταν εφοδιασμένες με τέτοια έγγραφα, εμποδίζονταν από τις (ελληνικές) λιμενικές αρχές να επιβιβαστούν στα πλοία που θα τις απομάκρυναν από τον όλεθρο [7].

Μέχρι την τελευταία στιγμή εξέδιδαν διαταγές που απαγόρευαν στον ελληνικό πληθυσμό να επιβιβαστεί στα πλοία.

Είναι χαρακτηριστικός –και απίστευτος- ο διάλογος του Γεωργίου Παπανδρέου με τον έλληνα αρμοστή Σμύρνης, Αριστείδη Στεργιάδη.
Όταν ο Στεργιάδης ανακοίνωσε στον νεαρό τότε πολιτικό Γ.Παπανδρέου την επερχόμενη καταστροφή, δέχτηκε την ερώτηση:
«Γιατί δεν ειδοποιείτε τον κόσμο να φύγει;»
Η απάντηση του έλληνα αρμοστή της Σμύρνης ήταν η εξής:
«Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξει ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα» [8].Ανάλογα αισθήματα έτρεφαν άλλωστε για τους έλληνες της Ανατολίας όχι μόνο πολλοί ελλαδίτες φαντάροι [9] αλλά και ένα τμήμα της ανώτερης στρατιωτικής ηγεσίας.
Γράφει ο πρίγκηπας Ανδρέας προς τον Ι.Μεταξά (Σμύρνη, 19.12.21):
«Απαίσιοι πραγματικώς είναι οι εδώ Έλληνες, εκτός ελαχίστων.
Θα άξιζε πράγματι να παραδώσωμεν την Σμύρνην εις τον Κεμάλ διά να τους πετσοκόψει όλους αυτούς τους αχρείους, οι οποίοι φέρονται ούτω κατόπιν του φοβερού αίματος όπερ εχύσαμεν εδώ.
Αίματος της Παλαιάς Ελλάδος δε, διότι όλα τα παιδιά των οπωσδήποτε καλυτέρων οικογενειών των ενταύθα υπηρετούν εις την Σμύρνην και τα μετώπισθεν, αλλοίμονον δε αν εν οιονδήποτε τμήμα ευρεθή σχηματισμένον μόνον από Μικρασιάτας και ενώπιον του εχθρού! [10].
Στην ίδια επιστολή, γράφει ο πρίγκηπας Ανδρέας:
«Πρέπει να γίνη κάτι το ταχύτερον δια ν’απαλλαχθώμεν του εφιάλτου της Μικράς Ασίας.
Δεν γνωρίζω τι πρέπει να γίνη, πρέπει όμως να παύσωμεν μπλοφάροντες και ν’αντιμετωπίσωμεν την κατάστασιν οία πραγματικώς είναι.
Διότι επιτέλους τι είναι καλύτερον;
Να πέσωμεν εις την θάλασσαν ή να φύγωμεν προ του λουτρού;» [11]Ο Συνταγματάρχης Σκυρός, στρατιωτικός διοικητής Φιλαδελφείας (Αλά Σεχίρ) τις ώρες της κατάρρευσης του μετώπου, λέει για την Μικρά Ασία ότι είναι «γάγγραινα» και «σεσηπώς μέλος» που πρέπει –διά της εκκένωσής της- να «αποκοπεί» από τον υγιή εθνικό κορμό [12].

Η αίσθηση εγκατάλειψης των Μικρασιατών θα αποτυπωθεί έτσι στις πικρές περιγραφές όσων επέζησαν (με ένα μόνιμο παράπονο για την απόλυτη προτεραιότητα που δόθηκε στην αποχώρηση στρατού, υπηρεσιών και αρχείων και το συνακόλουθο παραγκωνισμό των πολιτών), ενώ εξίσου αποκαλυπτικοί είναι οι –τερατώδεις πλην επαναλαμβανόμενοι- ισχυρισμοί ότι η κατάρρευση του μετώπου είχε γνωστοποιηθεί στους προεστούς των χωριών με «σφραγισμένα» διοικητικά έγγραφα, τα οποία (υποτίθεται ότι) απαγορεύονταν να διαβαστούν πριν από ορισμένη ημερομηνία ή να κοινοποιηθούν στον πληθυσμό [13].
Ο επικεφαλής της ελληνικής φρουράς λαμβάνει την εξής τηλεγραφική εντολή από τους ανωτέρους του: «Στρατόν σώσατε, πολίτας εγκαταλείψατε» [14].
Μέσα στην αλλοφροσύνη των γεγονότων κατά την είσοδο των τούρκων στις πόλεις της Ιωνίας, η απόλυτη προτεραιότητα στην αποχώρηση του στρατού και η αντίστοιχη εγκατάλειψη του αμάχου πληθυσμού αποτελούν την πιο τραγική εικόνα της Μικρασιατικής εκστρατείας και καταστροφής.

Δειγματοληπτικά: σωτηρία πολίτη χάρη στον εφοδιασμό του με στρατιωτική στολή που του επιτρέπει να επιβιβαστεί σε πλοίο [15], είσοδος στα πλοία μόνο σε στρατιώτες [16], επίταξη καραβιού μόνο για τραυματίες αξιωματικούς [17], φόρτωση των επίπλων του φρουράρχου Σμύρνης σε πλοίο στο οποίο απαγορεύεται- με τις λόγχες- η επιβίβαση πολιτών [18].Εκτός από τη στάση της ελληνικής διοίκησης, μια σειρά εσωτερικοί παράγοντες θα οδηγήσουν επίσης στη μη έγκαιρη αποχώρηση των παράκτιων ελληνικών πληθυσμών.
Κάποιες φορές, η παραμονή των κατοίκων στις εστίες τους υπήρξε το αποτέλεσμα της επιβολής των πλουσιότερων κι ισχυρότερων προυχόντων των ελληνικών κοινοτήτων, που σε ορισμένες περιπτώσεις έφτασαν μέχρι τη συγκρότηση ένοπλων ελληνοτουρκικών πολιτοφυλακών για να εμποδίσουν με τη βία όσους ήθελαν να φύγουν [19].
Αλλού, πάλι, την αναχώρηση απέτρεψαν οι άσχημες μνήμες της πρώτης προσφυγιάς του 1914-1919, της ξαφνικής προλεταριοποίησης των πρώην νοικοκυραίων και της εχθρικής αντιμετώπισής τους από τους γηγενείς ελλαδίτες, με αποκορύφωμα τις αντιπροσφυγικές βιαιότητες στη διάρκεια των Νοεμβριανών και το αρνητικό για τους πρόσφυγες κλίμα μετά την εκλογική ήττα του Βενιζέλου [20].
Οι βασιλικοί που διαδέχτηκαν τον Βενιζέλο στην εξουσία (Νοέμβριος 1920) κινούνταν περισσότερο από το μίσος για τους βενιζελικούς, ακόμα και για τους Μικρασιάτες, παρά από τη διάθεση για ολοκλήρωση του μεγάλου εγχειρήματος.
Αποκαλυπτικές είναι οι επιστολές του αυτοεξόριστου στο Παρίσι Ίωνα Δραγούμη:
«Ο μέγιστος εχθρός ήταν ο Βενιζέλος και οι συμπαραστάτες του, κρητικοί και μικρασιάτες» [21] .
Η αχαλίνωτη κερδοσκοπία πολλών καπεταναίων, που ζητούσαν υπέρογκα ποσά ή προτιμούσαν να μεταφέρουν εμπορεύματα και κλοπιμαία παρά ανθρώπους, συνέβαλε κι αυτή στην εγκατάλειψη πολλών Μικρασιατών από τα φτωχότερα κυρίως κοινωνικά στρώματα [22].
Ούτε η ένοπλη αντίσταση των ντόπιων πολιτοφυλακών (όπως στην Πέργαμο) [23], ούτε η συγκρότηση τοπικών «επιτροπών συμφιλίωσης» από χριστιανούς και μουσουλμάνους [24], ούτε οι ζητωκραυγές υπέρ του Κεμάλ [25] ή η πανηγυρική υποδοχή του τουρκικού στρατού από τις κοινοτικές αρχές και τους έλληνες κατοίκους (όπως στο Αϊβαλί και αλλού) [26] στάθηκαν ικανές να αποτρέψουν τη βία των νικητών.
Ύστερα από ένα τριήμερο φρίκης, με δεκάδες χιλιάδες άστεγους να περιφέρονται τρομοκρατημένοι από το ένα σημείο της Σμύρνης στο άλλο, δεχόμενοι αλλεπάλληλες επιθέσεις από στρατιώτες, χωροφύλακες, αντάρτες κι ένοπλους ντόπιους μουσουλμάνους που επιδίδονται σε ληστείες, φόνους και –κυρίως- βιασμούς, ο στρατιωτικός διοικητής Σμύρνης Νουρεντίν Πασάς θα δώσει με επίσημη διαταγή του διορία 15 ημερών για την αποχώρηση όλων των μη μουσουλμάνων στο εξωτερικό, εκτός από τους άντρες ηλικίας 18-45 ετών, που θεωρούνταν «αιχμάλωτοι πολέμου.
Τελικά, μεταξύ 11 και 17 Σεπτεμβρίου ένας στόλος από ελληνικά, αγγλικά, ιταλικά, γαλλικά κι αμερικανικά πλοία θα παραλάβει 204.600 πρόσφυγες από τη Σμύρνη, 7.000 απ’ τον Τσεσμέ, κι άλλους 10.000 από τα Βουρλά-συνολικά 221.600 άτομα [27].
Έτσι πλήρωσε ο ελληνισμός της Μικράς Ασίας την «Μεγάλη Ιδέα» και οδηγήθηκε στη σφαγή από τους τούρκους, αφού φρόντισε η «Μάνα Ελλάς» φεύγοντας να τον εγκαταλείψει στην τύχη του.«Άρχισε ο στρατός μας να φεύγει.
Χτυπούσαν τις πόρτες μας και ζητούσαν ρούχα για να βγάλουν το χακί από πάνω τους. Πόσους δεν ντύσαμε!
Οι μεγάλοι οι δικοί μας ξεκουμπίστηκαν και φύγανε κι αφήσαν τον κόσμο στο έλεος του Θεού. Έφταναν οι στρατιώτες ξυπόλητοι, γυμνοί, κουρελιασμένοι, πρησμένοι, νηστικοί.
Οι Τούρκοι κατεβαίναν και σφάζαν τους Έλληνες.
Το ίδιο έκαναν και οι δικοί μας.
Παντού φωτιά και μαχαίρι άκουες και έβλεπες…» [28]doctor

Υ.Γ. Ευχαριστώ θερμά τον κ.Βλάση Αγτζίδη, δρ.Ιστορίας, για τα δύο ιστορικά ντοκουμέντα που μου έστειλε (τον νόμο περί απαγόρευσης εξόδου των ελλήνων της Ιωνίας και την προκήρυξη του Νουρεντίν Πασά).

_____________________________________________________________

Βιβλιογραφία:

* Τάσος Κωστόπουλος, «Πόλεμος και Εθνοκάθαρση, η ξεχασμένη πλευρά μιας δεκαετούς εθνικής εξόρμησης», εκδόσεις Βιβλιόραμα (Main Source).
* Βλάσης Αγτζίδης, «Έλληνες του Πόντου», ελληνικές εκδόσεις Α.Ε.
* Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 12 «Νεώτερος Ελληνισμός», εκδόσεις ΔΟΜΗ.

Πηγές:

[1] «Η Έξοδος» . Τόμος Α, Μαρτυρίες από τις επαρχίες των δυτικών παραλίων της Μικρασίας. Πρόλογος Γ. Τενεκίδη. Εισαγωγή, επιλογή κειμένων – επιμέλεια Φ. Δ. Αποστολόπουλου, σελ. 27,63,140, 132,139,158, 229-30,237, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, «Η Ελλάδα στη Μικράν Ασίαν», σελ.336, Ροδάς Μιχαήλ, Αθήναι 1950.
[2] Έξοδος, σ.94 (Αϊβαλί), 102 (Γκομέτς), 119 (Ερίκιοϊ), 142 (Ατζανός), 337 (Πάνορμος).
[3]Βλάχος Σπύρος, Απομνημονεύματα, σ.216-20, (Στρατ.Διοικητής Φιλαδέλφειας συνταγματάρχης Α.Σκυρός).
[4] Έξοδος, σ.229 και 245, Ροδάς σ.366.
[5] ΦΕΚ 1922/Α/119, Ν.2870 της 16.7.1922 «Περί της παρανόμου μεταφοράς προσώπων ομαδόν ερχομένων εις Ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής», άρθρο 1.
[6] Έξοδος, σ.229, Φωτιάδης Κωνσταντίνος, «Παραευξείνιος Ελληνισμός», σε ΥΠΕΠΘ-Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Θέματα Ιστορίας, Μάθημα επιλογής Β’Λυκείου, ΟΕΔΒ, Αθήνα 2005, σ.206-7. Για φωτοτυπία μιας τέτοιας άδειας αναχωρήσεως, που ισοδυναμούσε με διαβατήριο, βλ.Κουλιγκάς Βασίλειος, «Κίος 1912-1922, Αναμνήσεις ενός Μικρασιάτη», σ.257.
[7] Κουλιγκάς, σ.15 και 211-2.
[8] Γρηγόρης Δαφνής, «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», 2η εκδ., Αθήνα, εκδόσεις Ίκαρος, 1974, σ.16, Άλκης Ρήγος, «Η Β’ Ελληνική Δημοκρατία 1924-1935, Αθήνα, 1988,σ.257, Βλάσης Αγτζίδης, «Έλληνες του Πόντου, η Γενοκτονία από τον τουρκικό εθνικισμό», 2005,σ.219.
[9] Για το «μίσος» πολλών «διεστραμμένων» στρατιωτών προς τους Μικρασιάτες, Τούρκους κι Έλληνες χωρίς διάκριση, «όχι για άλλο λόγο παρά γιατί…υπήρχαν και τους φέραν στη Μ.Ασία»,βλ. Βλάχος, σ.136. Για τις παρεμφερείς διαπιστώσεις ενός μικρασιάτη αξιωματικού: Μουμτζής Τάσος, «Η Μικρασιατική εκστρατεία και ο Μικρασιατικός Ελληνισμός, Αναμνήσεις,σκέψεις, στοχασμοί», σ.24-5. Για τη δυσφορία ελλαδιτών φαντάρων και αξιωματικών για την περιορισμένη συμβολή των Μικρασιατών στην πολεμική προσπάθεια: Ντούλας Κώστας, «Ένας φαντάρος θυμάται (τον Μικρασιατικό πόλεμο), σ.65, Αθανάσιος Αργυρόπουλος, «Μνήμες πολέμων 1917-1922», σ.79, Αθήνα, 1985, Στάμου Παναγιώτης, «Αναμνήσεις ενός πολεμιστού από το Μακεδονικό μέτωπο 1918 και την εκστρατεία στη Μικρά Ασία 1921», σ.27, Γιαλιράκης Ιωάννης, «Αναμνήσεις από την μικρασιατικήν εκστρατείαν», σ.42. Για τις μαζικές λιποταξίες Μικρασιατών και την εκ μέρους τους αποφυγή της στράτευσης: Pallis A.A., “Greece’s Anatolian venture-and after”, σ.61, Αξιώτης Μανώλης, «Ενωμένα Βαλκάνια», σ.144.
[10] Μεταξάς Ιωάννης, «Το προσωπικό του ημερολόγιο» τ.Γ2 (1921-1932) επιμ.Π.Σιφναίος, Γκοβόστης, Αθήνα χ.χ. (α’ εκ.1960), σ.759.
[11] «Η κατάσταση του ελληνικού στρατού τον χειμώνα του 1921-1922. Επιστολή του πρίγκιπα Ανδρέα στον Ιωάννη Μεταξά (Σμύρνη, 19/12/1921)», όπως παρατίθεται από τον Γ.Μαργαρίτη, καθηγητή νεότερης και σύγχρονης ιστορίας στο ΑΠΘ, «Η ιστορία των ελλήνων», ΔΟΜΗ, τ.12, σ.185.
[12] Στέφανος Σαράφης, Ιστορικές Αναμνήσεις, Επικαιρότητα, Αθήνα 1980 (α’έκ.1952), σ.207 και Βλάχος ο.π., σ.189.
[13] Για δείγματα αυτής της φημολογίας: Έξοδος, σ.109 και 119 και για έναν σχολιασμό αυτών των μαρτυριών: στο ίδιο, σελ.147.
[14] Έξοδος, σ.240.
[15] Έξοδος, σ.241
[16] Έξοδος, σ.245
[17] Έξοδος, σ.320
[18] Βλάχος, σ.247-9.
[19] Για τις πολιτοφυλακές που εμπόδισαν την αναχώρηση: Ντάμπος Κωνσταντίνος, Μικρά Ασία 1914-1922. Το χρονολόγιο του Ανθυπασπιστή Κωνσταντίνου Ντάμπου, σ.54-6 (Ρεϊς Ντερέ), «Έξοδος» σ.50 και 57-8 (Φώκιες), 139-141 (Πέργαμος) και 143 (Τσανταρλί), Χατζήμπεης Σταμάτης, «Μια ζωή γεμάτη αγώνες», σ.92 (Τσεσμές). Για την αντίστοιχη στάση του Χρυσοστόμου Σμύρνης, Νοταράς Μιχάλης,»Εις την Ιωνίαν, Αιολίαν και Λυδίαν. Πριν πενήντα χρόνια», σ.67.
[20] Έξοδος, σ.78-9, 96, 141, 245 και 250. Χατζήμπεης σ.89-90. Για το αντιπροσφυγικό πογκρόμ των Νοεμβριανών βλ.: «Τα Νοεμβριανά του 1916», Ιωάννης Γ. Μουρέλος,αναπληρωτής καθηγητής σύγχρονης ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και διευθυντής του Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου (ΙΜΧΑ). Επίσης, Βεντήρης Γεώργιος, «Η Ελλάς της δεκαετίας του 1910-1920, σ.277, Φωτιάδης Δημήτρης, «Σαγγάριος, Εποποιία και καταστροφή στη Μικρά Ασία», Φυτράκης [σειρά: Τα φοβερά Ντοκουμέντα],σ.147-8.
[21] Ι.Δραγούμης, «Έθνος, Σοσιαλισμός, Ανατολή», Η Αριστερά και το Ανατολικό Ζήτημα, Αθήνα, Εναλλακτικές Εκδόσεις, 1998, σ.153-163, Βλάσης Αγτζίδης, ο.π. σελ.222.
[22] Έξοδος, σ.57,71,76 και 238.
[23] Έξοδος, σ.138 και 140-141.
[24] Έξοδος, σ.75-6.
[25] Ντάμπος, σ.55 (Αλάτσατα).
[26] Έξοδος, σ.94-7 (Αϊβαλί) και 102 (Γκομέτς).
[27] Αναλυτικός κατάλογος ανά ημέρα, με βάση σχετική αναφορά του αμερικανού ναυάρχου Μπρίστολ, σε Shaw Stanford, From Empire to Republic. The Turkish war of national liberation, 1919-1923. A documentary study, τ. ΙV, σ.1740.
[28] Από τις αναμνήσεις της Ελένης Καραντώνη από το Μπουνάρμπασι της Σμύρνης, Δημοσιεύτηκε στο έργο «Έξοδος» του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών (παρατίθεται από Βλ.Αγτζίδης, σ.216).

Written by

altpress.gr ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΛΑΜΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΦΘΙΩΤΙΔΑ- ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ

Comments are closed.