Ο «απολογισμός 2012 – 2019» στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ

Οι επιτυχίες, τα λάθη, οι συγκρούσεις, τα διδάγματα- Γράφει ο Σπύρος Ραπανάκης

Ως μια πυκνή διαδρομή, “που έχει χαρακτηριστικά τομής, τομής που υπερβαίνει τα στενά κομματικά πλαίσια, καθώς αφορά όχι μόνο το σύνολο της Αριστεράς, αλλά και ολόκληρη την πολιτική ζωή της χώρας”, περιγράφεται η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ από το 2012 έως και σήμερα στο κείμενο του απολογισμού που συνέγραψαν οι Γ. Δραγασάκης, Θ. Δρίτσας και Α. Μπαλτάς, το οποίο σήμερα και αύριο θα συζητήσει η Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ.

“Μια γέφυρα του ‘πριν’ με το ‘μετά’, της συσσωρευμένης εμπειρίας και γνώσης με την προοπτική”, σημειώνεται χαρακτηριστικά. “Προϋπόθεση για τη βελτίωση της αριστερής κυβερνησιμότητας και την εξαγωγή γενικότερων μαθημάτων για το μέλλον”.

Από μικρό κόμμα της αντιπολίτευσης, στη διακυβέρνηση της χώρας

Πρόκειται για απολογισμό του κυβερνητικού έργου και όσων συνδέονται με αυτό, της δράσης του κόμματος, κυρίως από το ιδρυτικό συνέδριο (2013) μέχρι σήμερα, “απολογισμός από τη σκοπιά των όρων ηγεμονίας, δηλαδή της γενικότερης επιρροής των ιδεών και των θέσεων της Αριστεράς στην ελληνική κοινωνία”. Σε αυτό το πλαίσιο καταγράφονται η προετοιμασία για τη διακυβέρνηση και τη διαπραγμάτευση, οι προγραμματικές επεξεργασίες, η αναζήτηση συμμαχιών και η προσπάθεια διεθνοποίησης του ελληνικού ζητήματος. Ο απολογισμός εκκινεί από την περιγραφή του διεθνούς περίγυρου, το εξαιρετικά δυσμενές πεδίο πολιτικών διαμορφώσεων και πολιτικών συσχετισμών την περίοδο 2012-2019, από την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση δηλαδή, τις εκλογικές νίκες του 2015 έως την ήττα του 2019.

Μια άνιση μάχη

“Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε από την πρώτη στιγμή να κινείται ανάμεσα σε δύο αντιτιθέμενους πόλους άνισης ισχύος. Από το ένα μέρος έναν ισχυρότατο αντίπαλο που μπορούσε να καθορίσει ηώς ένα μεγάλο βαθμό τις τύχες της. Από το άλλο μέρος μια διεθνή Αριστερά και ένα λαϊκό κίνημα αντίστασης στον νεοφιλελευθερισμό που έκανε ό,τι μπορούσε για να τη στηρίξει” υπογραμμίζεται. Επισημαίνεται ιδιαιτέρως ο ρόλος των διεθνών ΜΜΕ, “που παρακολουθούσαν επισταμένως τις εξελίξεις τονίζοντας κατά κανόνα τους ευρύτερους ‘κινδύνους’ που απέρρεαν από μια αριστερή -κατά την ορολογία τους «λαϊκιστική»- κυβέρνηση στην Ευρώπη”.

Σημειώνεται, πως η προεργασία του ΣΥΡΙΖΑ εν όψει ανάληψης κυβερνητικών καθηκόντων ήταν μάλλον πρωτόγνωρη για τη σύγχρονη ελληνική κομματική ιστορία και ιδιαίτερα για ένα κόμμα της Αριστεράς, το οποίο, μέχρι λίγο καιρό πριν, αποτελούσε μικρό κόμμα της αντιπολίτευσης. “Παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες και τις υποκειμενικές αδυναμίες”, τονίζεται, “ο ΣΥΡΙΖΑ, συλλογικά, αλλά και τα περισσότερα στελέχη του μεμονωμένα, επέδειξαν ιδιαίτερο αίσθημα ευθύνης απέναντι στις ανάγκες της κοινωνίας και της χώρας και πλήρη συναίσθηση της κρισιμότητας των στιγμών”.

Γιατί εκτινάχθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ

Σύμφωνα με τον απολογισμό, ο βασικός παράγοντας της εκτίναξης του ΣΥΡΙΖΑ και, από ‘κει της εκλογικής νίκης του, είναι το κίνημα που δημιούργησε «από τα κάτω» το κονωνικό μέτωπο ενάντια στα Μνημόνια. Σε αυτό στηρίχθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις από το 2012 μέχρι το 2019, ενώ το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο που παράλληλα συγκροτούνταν «από τα πάνω», με αντίθετες κοινωνικές αναφορές και με την καθοριστική συμβολή των ΜΜΕ, άρχισε να ενισχύεται αργά και σιωπηλά το ίδιο διάστημα, φτάνοντας να συμβάλει σημαντικά στην ήττα του ΣΥΡΙΖΑ κατά τις τελευταίες εκλογές, σημειώνεται μεταξύ άλλων.

Ως κομβικό σημείο καταγράφεται το αποτέλεσμα των διπλών εκλογών του 2012, η σταθεροποίηση της δυναμικής του ΣΥΡΙΖΑ μετά την άρνησή του για συμμετοχή σε κυβέρνηση “εθνικής ενότητας”, αλλά και η νίκη του στις ευρωεκλογές του 2014 και στις Περιφέρειες Αττικής και Ιονίων Νήσων.

Μονόδρομος βάσει των συνθηκών η συμμαχία με τους ΑΝ.ΕΛΛ.

Ως προς τη συμμαχία με τους ΑΝ.ΕΛΛ., εκτιμάται πως συνιστούσε στις τότε συνθήκες μονόδρομο, γιατί όλοι ανεξαιρέτως οι δυνάμει σύμμαχοι είχαν εναντιωθεί με τρόπο απόλυτο στην αντιμνημονιακή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Το μεν ΚΚΕ για δικούς του λόγους, τα ΔΗΜ.ΑΡ., Ποτάμι και ΠΑΣΟΚ μέσω της συγκρότησης, με την καθοριστική και πάλι συνδρομή των ΜΜΕ, ενός άτυπου αλλά εξαιρετικά σκληρού αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου.

Όπως τονίζεται, η πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αφιέρωσε όλες τις προσπάθειές της σε δύο κύρια μέτωπα: την οικοδόμηση μιας ασπίδας προστασίας για τα κατ’ εξοχήν θύματα της κρίσης και τη διαπραγμάτευση με τους δανειστές. «Ένα μέτωπο πολέμου κατ’ ουσίαν πολιτικού, που διεξαγόταν όμως με οικονομικά όπλα”.

Τα όρια

Ένα από τα συμπεράσματα του απολογισμού είναι πως μια εκλογική νίκη και η αντίστοιχη κυβερνητική θητεία μπορεί να προσκρούει σε όρια. “Ιδίως όταν πρόκειται για κυβέρνηση της Αριστεράς, που αποσκοπεί στον δημοκρατικό μετασχηματισμό μιας κοινωνίας ολόκληρης. Και μάλιστα μιας κοινωνίας όπως η ελληνική, που φέρει παθογένειες οι οποίες διαρκούν ουσιαστικά αδιατάρακτες για πολύ, αν όχι για κοντά δύο αιώνες”. Ως προς το κόμμα, σε αυτό το πλαίσιο, τονίζεται πως “δεν στάθηκε ικανό να καλύψει ικανοποιητικά, συλλογικά και εμπεριστατωμένα τα συναφή ελλείμματα”.

Στρατηγικό στοιχείο της ήττας το Μνημόνιο

Ως προς την ήττα, το κείμενο αναφέρει πως αυτή μπορεί κατά κανόνα να αποδοθεί σε αίτια αφενός στρατηγικού και αφετέρου τακτικού χαρακτήρα: “Εν προκειμένω το πλαίσιο όπου μπορούσε να ξεδιπλωθεί η κυβερνητική στρατηγική προσδιορίστηκε κατά βάσιν από το ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε υπογράψει Μνημόνιο”.

Όπως υπογραμμίζεται, παρά την άρνηση να υιοθετήσει το πρόγραμμα, τις προσπάθειες για την στήριξη των αδύναμων, την προστασία της δημοκρατίας, των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, ο ΣΥΡΙΖΑ υπέγραψε Μνημόνιο “ακυρώνοντας έτσι εν τοις πράγμασι την κύρια διάσταση της μέχρι τότε πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία, ακριβώς, είχε αναδείξει ως κύριο αιτούμενο το να απαλλαγεί η χώρα από Μνημόνια».

Τι δεν κατανοήσαμε

Υπ’ αυτό το πρίσμα επισημαίνεται η λογική της “ανάθεσης” που διέπνεε μεγάλο μέρος των υποστηρικτών του ΣΥΡΙΖΑ από το Μνημόνιο κι έπειτα, μια στάση “κριτικής αναμονής”, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο κείμενο. “Τόσο η κυβέρνηση όσο και το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν διέγνωσε με τη δέουσα καθαρότητα τη νέα αυτή συνθήκη” σημειώνεται, ενώ τονίζεται πως “είχαμε όλοι υποτιμήσει ότι η πολιτική της Αριστεράς, ακόμη και όταν κυβερνά και ιδίως όταν ο νεοφιλελευθερισμός κυριαρχεί, είναι αγώνας συνεχής και αγώνας ενάντια στο ρεύμα. Αγώνας ενάντια στη λογική του ‘αναθέτω και περιμένω’. Όπου ο αγώνας αυτός είναι κυρίως δουλειά του κόμματος”.

Αδυναμία απάντησης στο επικοινωνιακό μπαράζ

Επιπλέον επιχειρείται αυτοκριτική για την ολιγωρία του ΣΥΡΙΖΑ να αναλύσει τι σημαίνει “μεσαία τάξη” στην Ελλάδα, ενώ τονίζεται πως υποτιμήθηκε η απήχηση που μπορούσε να αποκτήσει ο λόγος της Ν.Δ. περί «τάξης και ασφάλειας», όπως και τα επικοινωνιακά μπαράζ που εξαπολύθηκαν με αφορμή την τραγωδία στο Μάτι και στη Μάνδρα ή ενάντια στη Συμφωνία των Πρεσπών. “Γενικότερα ως προς τα τελευταία, η επικοινωνιακή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησής του δεν στάθηκε άξια των περιστάσεων” υπογραμμίζεται.

Σε άλλο σημείο αναφέρεται: «Προσπαθήσαμε με λάθος τρόπο να επιλύσουμε το επικοινωνιακό έλλειμμα είτε προβαίνοντας σε ευκαιριακές συμμαχίες με μιντιάρχες χωρίς το προσδοκώμενο αποτέλεσμα είτε αποτυγχάνοντας να αναβαθμίσουμε επαρκώς τη δημόσια τηλεόραση».

Πολιτική αστοχία οι τρεις κάλπες

Στα αίτια της ήττας στις κάλπες του 2019 το κείμενο του απολογισμού εκτιμά ως “πολιτικά άστοχη” την επιλογή να ταυτιστεί η ημερομηνία διεξαγωγής των τριών εκλογικών αναμετρήσεων. “Είναι λάθος να ερμηνεύσουμε αυτήν την αποδοκιμασία απλώς ως προϊόν χειραγώγησης και παραπλάνησης της κοινωνίας μέσω της επικοινωνιακής υπεροπλίας των αντιπάλων μας. Χωρίς ταυτόχρονα να υποτιμούμε καθόλου τη σημασία και τη λειτουργικότητα αυτής της υπεροπλίας” σημειώνεται, ενώ επισημαίνεται η “υποτίμηση του αντιπάλου, αλλά και η υποτίμηση της υφέρπουσας δυσφορίας, όσο παρέμεναν οι δυσκολίες στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων και μετά την έξοδο από το Μνημόνιο”.

Το «αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο» και το λάθος των «εκλογών – δημοψήφισμα»

Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στον ρόλο που έπαιξε το “αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο”: “Το ότι δεν είχαμε διαπιστώσει ξεκάθαρα την ύπαρξη του μετώπου αυτού και άρα δεν αναλύσαμε τους όρους συγκρότησής του επαρκώς, δηλαδή με τρόπους που θα επέτρεπαν να διαμορφώσουμε αναλόγως την προεκλογική εκστρατεία μας, κατέστησε την αντίστοιχη τακτική ουσιωδώς άστοχη”.

Επίσης αναδεικνύονται οι αιτίες της ήττας τόσο στις αυτοδιοικητικές – μικρή διείσδυση στις τοπικές κοινωνίες, έλλειψη συνεχούς και συστηματικής παρουσίας στα δημοτικά δρώμενα, αδυναμία ανάδειξης τοπικών στελεχών με ευρεία απήχηση, απεύθυνση σε τοπικούς παράγοντες του παλαιού κομματικού συστήματος με αμφιβολο ήθος -και στις ευρωεκλογές: “παρασυρθήκαμε από τις κοινοβουλευτικές νίκες που αναφέραμε και σηκώσαμε το γάντι στην πρόκληση Μητσοτάκη να αντιμετωπίσουμε τις εκλογές ως οιονεί δημοψήφισμα”.

Δεν δώσαμε την εικόνα του μέλλοντος

Σχετικά με την προεκλογική στρατηγική υπογραμμίζεται ότι “επικεντρώθηκε κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, σε συγκεκριμένες πτυχές της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής μας -πιο συγκεκριμένα στην προστασία της εργασίας και την αναδιανομή- και στα συναφή επιτεύγματα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ”, χωρίς να δίνεται “η εικόνα και η προοπτική του μέλλοντος”. Επισημαίνεται δε οτι οι προεκλογικές παροχές “όσο δίκαιες, μετρημένες και δικαιολογημένες κι αν ήταν, δεν προφυλάχθηκαν από το να εκληφθούν από αρκετούς ως οιονεί εξαγορά ψήφων”. Υπογραμμίζεται ωστόσο πως η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ “δεν είναι κατά κανέναν τρόπο ήττα στρατηγικού χαρακτήρα. Αν μάθουμε από τα σφάλματα, καλύψουμε τις ολιγωρίες και διορθωθούμε, οι επόμενες εκλογές μπορούν να αποβούν νικηφόρες και εμείς σοφότεροι και περισσότερο αποτελεσματικοί”. Γίνεται ακόμη αναφορά στη δυσκολία διαμόρφωσης και επεξεργασίας συγκεκριμένης αριστερής και προοδευτικής πολιτικής “σε ορισμένους τομείς με αντικείμενο πέραν των Μνημονίων”. “Εκεί ίσως υπήρξε η πιο έντονη απουσία σχεδίου, η πιο μειωμένη δεσμευτικότητα, ο πιο πλημμελής συντονισμός” υπογραμμίζεται χαρακτηριστικά.

Η ναρκοθετημένη διαπραγματευση και το τελεσίγραφο

Πρώτη διαπίστωση του κειμένου είναι πως στο πλαίσιο του Γιούρογκρουπ, οι συσχετισμοί ήταν εξαρχής κατάφωρα αρνητικοί, οι διαδικασιες προκαθορισμένες και τα κριτήρια στενά δημοσιονομικά. Αφούν περιγράφεται η κατάσταση που είχε αφήσει ο Α. Σαμαράς -ανοιχτή η πέμπτη αξιολόγση, παράταση μόλις δυο μηνών του προγράμματος, τα ταμεία στο όριο-, καταγράφεται η πορεία της θυελλώδους διαπραγμάτευσης του πρώτου εξαμήνου του 2015. “Βασικό επίδικο της διαπραγμάτευσης από τη δική μας πλευρά συνιστούσε ο προσδιορισμός του εν λόγω κοινώς αποδεκτού ‘μείγματος’, υπό τους σύνθετους οικονομικούς, τεχνικούς και πολιτικούς όρους που θα στοιχειοθετούσαν επαρκώς τα δικά μας επιχειρήματα” αναφέρεται, ενώ υπογραμμίζεται η στάση των εταίρων: επαναλάμβαναν σχεδόν τελετουργικά και μέχρι κορεσμού τα αιτούμενα της πέμπτης αξιολόγησης, σαν να μην είχε συμβεί απολύτως τίποτε στο μεταξύ. είναι αυτά τα αιτούμενα και τίποτε άλλο που οφείλει να αποδεχθεί η ελληνική κυβέρνηση.

Επισημαίνονται οι περιπετειώδεις διαβουλεύσεις, οι υποχωρήσεις και η υπεράσπιση των κόκκινων γραμμών από την κυβέρνηση, η αναγωγή στο πολιτικό επίπεδο που έδειχναν να ξεμπλοκάρουν τα πράγματα, έως το τελεσίγραφο που έμεινε στην ιστορία ως “πρόταση Γιούνκερ”: “Είτε τα αιτούμενα της πέμπτης αξιολόγησης γίνονται αποδεκτά -με ελάχιστες υποχωρήσεις των δανειστών ως προς τους επιβαλλόμενους δημοσιονομικούς στόχους- είτε τελειώσαμε”.

Η κακή εκτίμηση των διαφοροποιήσεων στο εσωτερικό των δανειστών

Εντοπίζεται ακόμη η κακή εκτίμηση, κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης, των διαφοροποιήσεων στο εσωτερικό της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης: «Κάποιες χώρες της αποτελούσαν δανειστές της Ελλάδας ενόσω και οι ίδιες διατηρούσαν υψηλό χρέος. Κατά συνέπεια η ριζική λύση του προβλήματος του ελληνικού χρέους θα απέβαινε εφικτή μόνον αν συμπεριλάμβανε και το πρόβλημα χρέους των χωρών αυτών. Η ρητή αναγνώριση αυτού του δεδομένου ίσως επέτρεπε την οικοδόμηση ενεργών συμμαχιών, τουλάχιστον εν όψει μιας πανευρωπαϊκής διάσκεψης για το χρέος, τα αποτελέσματα της οποίας θα μπορούσαν ενδεχομένως να βοηθήσουν όλες τις ευρωπαϊκές χώρες» υπογραμμίζεται.

Η προετοιμασία Ε.Ε. και Ευρωζώνης για πιστωτικό επεισόδιο

Ο απολογισμός επισημαίνει ακόμη το γεγονός ότι δεν είχε εκτιμηθεί πως μετά το 2012 η Ε.Ε. και η Ευρωζώνη είχαν προετοιμαστεί για την περίπτωση «πιστωτικού επεισοδίου» εις βάρος της χώρας μας, δηλαδή και τυπικής χρεοκοπίας της, ενώ είχαν θωρακιστεί στο ενδεχόμενο αποχώρησης της Ελλάδας από το ευρώ.

«Κατά συνέπεια, ένας ‘εκβιασμός’ που θα επικαλούνταν το κόστος της Ευρώπης από μια άτακτη χρεοκοπία της Ελλάδας και τη συνακόλουθη έξοδό της από την Ευρωζώνη δεν μπορούσε, πέρα από όλα τ’ άλλα, να αποβεί αποτελεσματικός. Μολονότι η πολιτική μας δεν καθορίστηκε από μια ‘λογική εκβιασμού’, οι συνάφεις απόψεις κυκλοφόρησαν, κατά καιρούς έντονα, στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησής του» αναφέρεται χαρακτηριστικά.

Ο στόχος της πολιτικής ήττας και του Grexit

Στα συμπεράσματα της διαπραγμάτευσης του 2015 περιλαμβάνονται αφενός ότι οι δανειστές δεν είχαν ενιαία και συμπαγή άποψη δυσχεραίνοντας την εξεύρεση λύσης και αφετέρου το ότι δεν αφορούσε αποκλειστικά το οικονομικό ή το τεχνοκρατικό επίπεδο, αλλά είχε στόχο την πολιτική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησής του. Επίσης η άρνηση των δανειστών να συζητήσουν το ζήτημα του χρέους. “Όσο η συζήτηση για το χρέος δεν άνοιγε καν, τόσο η πίεση ανέβαινε καθιστώντας την όποια λύση διαρκώς δυσκολότερη: αφού οι δανειστές δεν διασφάλιζαν κάποια μορφή ρευστότητας, η κατάσταση δημοσιονομικής ασφυξίας επιτεινόταν και λειτουργούσε ως μοχλός πίεσης” υπογραμμίζεται στο κείμενο.

Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η διακηρυγμένη θέση των σκληρότερων από τους εταίρους με προεξέχοντα τον Β. Σόιμπλε υπέρ του Grexit, κάτι που έγινε ρητή πρόταση μετά το δημοψήφισμα. “Η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ συνιστούσε πρώτη επιλογή και όχι απλώς απόρροια μιας ενδεχόμενης αποτυχίας της διαπραγμάτευσης μετά από έντιμες προσπάθειες συμβιβασμού. Αυτό η δική πλευρά άργησε να το καταλάβει» συμπεραίνεται στο κείμενο.

Το δημοψήφισμα του Ιουλίου, το συγκλονιστικό «όχι» και ο συμβιβασμός

Υπ’ αυτό το πρίσμα εξηγείται η απόρριψη αυτής της πρότασης και η προσφυγή στο δημοψήφισμα, που ποτέ δεν έγινε για να θέσει το ζήτημα της παραμονής ή όχι στο ευρώ, αλλά με την επικράτηση του «Όχι» -«συγκλονιστικό το 61%»- δόθηκε διαπραγματευτική ισχύς που οδήγησε σε μια συμφωνία που παρείχε επαρκή χρηματοδότηση των υποχρεώσεων της χώρας για ολόκληρο το διάστημα μέχρι το 2018, προσφέροντας την απαραίτητη σταθερότητα που θα επέτρεπε τη σχετική ανάκαμψη της οικονομίας και την οριστική απομάκρυνση του κινδύνου εξόδου της χώρας από την Ευρωζώνη και άνοιγε τον δρόμο για τον οδικό χάρτη της ρύθμισης του χρέους. Σημειώνεται χαρακτηριστικά:

«Παρά τη σχεδόν ανεξέλεγκτη οργή που δημιούργησε σε πολλούς τόσο η διεξαγωγή όσο και το αποτέλεσμά του, παρά την εκδικητικότητα που κάποιοι από τους δανειστές ήθελαν να αποτυπώσουν με νέα τελεσίγραφα, η τελική διαπραγμάτευση του Ιουλίου 2015 κατέληξε μεν σε επώδυνο συμβιβασμό -αφού όχι μόνο το Μνημόνιο δεν καταργήθηκε, αλλά υπογράφτηκε νέο, με πρόσθετους δυσβάσταχτους όρους για τον ελληνικό λαό- αλλά η τελική συμφωνία ήταν πράγματι μετρήσιμα ευνοϊκότερη από εκείνη που είχε τεθεί στην ελληνική κυβέρνηση πριν από το δημοψήφισμα”.

Η διάσπαση και το πάγωμα

Επισημαίνεται ακόμη η ηθική υποχρέωση του ΣΥΡΙΖΑ να θέσει στην ψήφο του λαού τον συμβιβασμό, ενώ τονίζεται ότι από μέρους της Αριστεράς μεταφράστηκε “σαν προδοσία και όχι ως κοινό πρόβλημα των δυνάμεων της εργασίας και της Αριστεράς, το οποίο όφειλαν όλοι να σκεφτούν και να αντιμετωπίσουν».

«Για μια ακόμα φορά χρησιμοποιήθηκαν στερεότυπα και απλουστευτικά ερμηνευτικά υλικά, μολονότι οι συνθήκες ήταν εντελώς πρωτόγνωρες και τα διλήμματα εξαιρετικά σύνθετα” σημειώνεται. Τονίζεται ακόμη ότι, μετά τον συμβιβασμό του Ιουλίου, “πολύς κόσμος είχε σχετικά παγώσει συναισθανόμενος βαθιά την ήττα κατά τη διαπράγματευση, πράγμα που σήμαινε ότι την ψήφο υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ δεν ενέπνεε τόσο η προσδοκία ή ο ενθουσιασμός, αλλά περισσότερο η λογική του μικρότερου κακού”. Εκτιμάται εντούτοις πως υπήρξε έλλειψη προετοιμασίας του κόμματος, αλλά και της κοινής γνώμης για το ενδεχόμενο του συμβιβασμού.

Οι ευθύνες Βαρουφάκη

Ευθύνες επιρρίπτονται και στον Γ. Βαρουφάκη, στον οποίο καταλογίζεται «υπερεπένδυση» στην επικοινωνία έναντι μιας σχολαστικά επεξεργασμένης διαπραγματευτικής τακτικής, που στέρησε τη δυνατότητα συμφωνίας σε προαπαιτούμενα όπως το κτηματολόγιο, η φοροδιαφυγή κ.λπ., κάτι που θα διευκόλυνε τη διαπραγμάτευση σε άλλα ζητήματα.

«Φάνηκε τότε σαν να υποτιμούσαμε όλοι μαζί την ανάγκη να οικοδομήσουμε συμμαχίες ή γέφυρες με χώρες που ενδεχομένως θα μπορούσαν, λόγω δικών τους προβλημάτων, να συγκλίνουν με δικά μας αιτούμενα, να ανοίγαμε μέτωπα εκεί που δεν χρειάζονταν, να υπερτιμούσαμε την ισχύ σχετικά αφηρημένων ιδεών ή γενικών θεωρητικών σχημάτων έναντι επεξεργασμένων επιχειρημάτων επί πολύ συγκεκριμένων θεμάτων, υποτιμώντας έτσι την ανάγκη για λεπτομερή τεχνική δουλειά, να μην συνδέουμε απτά τη στρατηγική μας για έναν αμοιβαίως γόνιμο συμβιβασμό με τα τακτικά βήματα της διαπραγμάτευσης και, τελικά, να υποβαθμίζουμε το καθαυτό πολιτικό έργο σε διαπάλη -και κάποτε καυγά- μεταξύ αφηρημένων ιδεών» επισημαίνεται.

Οι παρακαταθήκες της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ

Ιδιαίτερη μνεία γίνεται φυσικά στη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ από τον Σεπτέμβριο του 2015 κι έπειτα, υπογραμμίζοντας, μεταξύ άλλων, τη στήριξη της κοινωνίας και τον τερματισμό της εσωτερικής υποτίμησης, την ενσωμάτωση σημαντικών προγραμματικών θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ στα δικαιώματα, στις ιδιωτικοποιήσεις, στην υγεία, στην εργασία, στο κοινωνικό κράτος, στη διοίκηση, στους θεσμούς, ενώ τονίζεται και η σημαντική αναβάθμιση της διεθνούς θέσης της χώρας, καθώς και η αλληλεγγύη που επέδειξε ο ελληνικός λαός στο προσφυγικό σε συνδυασμό με την κεντρική διαχείριση. Παράλληλα τονίζονται η διευθέτηση του χρέους, η έξοδος από τα Μνημόνια χωρίς πιστοληπτική γραμμή, η ανάκαμψη της οικονομίας, το αποθεματικό των 37 δισ., αλλά και η ακύρωση μέτρων όπως η μείωση των συντάξεων και η μείωση του αφορολογήτου λόγω της θετικής δημοσιονομικής απόδοσης.

Το κόμμα

Ως προς το κόμμα υπογραμμίζεται ο αναντικατάστατος ρόλος του: «Η διαχρονικότητα του πολιτικού υποκειμένου της Αριστεράς, ανεξάρτητα αν αυτό κυβερνά ή βρίσκεται στην αντιπολίτευση, συνιστά τη θεμελιώδη συνθήκη της ίδιας της δικής του ύπαρξης». Πρώτη σχετική παραδοχή είναι πως «στις έκτακτες συνθήκες όπου κληθήκαμε να κυβερνήσουμε, παραμελήσαμε το κόμμα. Όπως παραμελήσαμε και τις δημοκρατικές διαδικασίες που αφορούν τη συμμετοχή όλων των μελών και στελεχών του σε αποφάσεις εξαιρετικά δύσκολες». Σε αυτό το πλαίσιο παρουσιάζεται ο συντονισμός και η συνεργασία ανάμεσα στην Κ.Ο., τις ΕΠΕΚΕ, το κόμμα, επισημαίνονται τα προβλήματα, τα κενά, αλλά και τα θετικά που κατεγράφησαν όλη την περίοδο της διακυβέρνησης.

Όπως αναφέρεται, οι σχέσεις κόμματος και κυβέρνησης δεν εντοπίστηκαν με επάρκεια, δεν αναλύθηκαν και δεν συζητήθηκαν με την αναγκαία σοβαρότητα και λεπτομέρεια στην κλίμακα ολόκληρου του κόμματος. Επισημαίνεται ωστόσο ότι το κόμμα, μετά και τη διάσπασή του, «δεν μπόρεσε ουσιαστικά να συνέλθει από την αφαίμαξη πολιτικών στελεχών προς την κυβέρνηση ή προς τη διοίκηση δημόσιων οργανισμών».

«Επιπλέον και κυρίως το γεγονός ότι, μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, η αριστερή κυβέρνηση εφάρμοζε Μνημόνιο συνιστούσε εκ των πραγμάτων μια αμφιλεγόμενη συνθήκη που δημιουργούσε στο ίδιο ιδιάζουσα αμφιθυμία και συνακόλουθα μεγάλη αδυναμία να ασκήσει καθημερινή πολιτική» τονίζεται. Κάτι που είχε αποτέλεσμα, σύμφωνα με το κείμενο, το κόμμα να παραμείνει εν πολλοίς παθητικό και αμήχανο σε ολόκληρη την περίοδο της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Υπογραμμίζεται όμως και η πολύμορφη δράση του στο προσφυγικό – μεταναστευτικό, στην αποτελεσματική ενσάρκωση της κοινωνικής αλληλεγγύης και στην οργάνωση των Περιφερειακών Συνεδρίων ή στη μάχη των τελευταίων εθνικών εκλογών.

Μαθήματα για το μέλλον

Το κείμενο καταλήγει σε σειρά συμπερασμάτων – «μαθήματα» για το μέλλον. Μερικά εξ αυτών:

– Να κρατήσουμε και να υποστηρίξουμε την ιδέα της «κυβέρνησης της Αριστεράς».

– Προεργασία στο πεδίο των διεθνών συμμαχιών και συσχετισμών.

– Η Αριστερά είναι η δύναμη για να αντιμετωπιστούν τα δύσκολα, εχέγγυο για τη δημοκρατική πορεία της χώρας, στήριγμα των λαϊκών στρωμάτων και των αδύναμων της κοινωνίας.

– Να διεκδικούμε και να δικαιώνουμε διαρκώς την παρακαταθήκη τού «δεν είμαστε σαν τους άλλους».

– Να σφυρηλατήσουμε πολιτικές συγκλίσεις σε στέρεες ιδεολογικές και προγραμματικές βάσεις, αλλά ταυτόχρονα να μην παρασυρθούμε σε έναν εκλογικίστικο ιδεολογικό εκλεκτικισμό.

– Να οικοδομήσουμε οργανωμένα την κοινωνική συμμαχία που προέκυψε από την εκλογική μας βάση και να μεθοδεύσουμε την ανασυγκρότησή μας πάνω σε αυτήν τη συμμαχία.

– Μάχη για την ιδεολογική ηγεμονία, προγραμματικά και κοινωνικά. Το κριτήριο της ταξικής μεροληψίας οφείλει να ενταχθεί σε ένα συγκροτημένο πολιτικό πρόγραμμα που θα υλοποιηθεί από ένα ανασυγκροτημένο πολιτικό υποκείμενο.

– Αναγκαίο να δημιουργήσουμε ένα κόμμα «μαζικό, νεανικό, λαϊκό, δημοκρατικό, σύγχρονο, αριστερό, πράσινο, εκφραστή της προοδευτικής παράταξης.

ΠΗΓΗ: https://www.avgi.gr/

Written by

altpress.gr ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΛΑΜΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΦΘΙΩΤΙΔΑ- ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ

Comments are closed.