Έφυγε από τη ζωή ο συγγραφέας Βασίλης Αλεξάκης

Σε ηλικία 77 ετών έφυγε από τη ζωή ο Βασίλης Αλεξάκης, αγαπητός συγγραφέας στην Ελλάδα και στη Γαλλία, όπου είχε εγκατασταθεί από το 1970.

Γραμμένα στα γαλλικά και ξαναγραμμένα ή μεταφρασμένα στα ελληνικά, τα βιβλία του Βασίλη Αλεξάκη  με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία κινούνται μεταξύ Ελλάδας, Ευρώπης και Αφρικής, διακρίνονται για το ευγενικό, αν και κάποτε καυστικό τους χιούμορ και στρέφονται γύρω από τρεις θεματικούς άξονες: τα πάθη του έρωτα, τη λατρεία της γλώσσας και τη διάσπαρτη κοινωνική καθημερινότητα.

Ο Βασίλης Αλεξάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1943, σπούδασε στην ανωτάτη Δημοσιογραφική Σχολή της Λιλ.

Υπήρξε επί σειρά ετών συνεργάτης της εφημερίδας Le Monde, όπου δούλεψε ως δημοσιογράφος, κριτικός βιβλίου και χρονογράφος. Έτσι, εξοικειώθηκε με τη γαλλική γλώσσα στην οποία έγραψε τα πρώτα του μυθιστορήματα. Ο Βασίλης Αλεξάκης έχει ασχοληθεί επίσης με το χιουμοριστικό σκίτσο και με τον κινηματογράφο.

Έχει δημοσιεύσει τις συλλογές «Mon amour», «Citta armoniosa» (Ιταλία, 1978), «Γδύσου» (Αθήνα, Εξάντας, 1982) καθώς και έξι ιστορίες με εικόνες υπό τον γενικό τίτλο «Η σκιά του Λεωνίδα» (Αθήνα, Εξάντας, 1984) που έχουν κυκλοφορήσει και στα γερμανικά («Leonidas’ Schatten», Romiosini, μετάφραση του Klaus Eckhardt, 1986). Έχει σκηνοθετήσει την ταινία μικρού μήκους «Είμαι κουρασμένος», βραβείο φεστιβάλ Τουρ και Γαλλικού Κέντρου Κινηματογράφου (1982), τις τηλεταινίες «Ο Νέστως Χαρμίδης περνά στην επίθεση» (1984) και «Το τραπέζι» (1989) και τη μεγάλου μήκους ταινία του «Αθηναίοι», η οποία απέσπασε το Α΄ βραβείο διεθνούς φεστιβάλ ταινιών χιούμορ του Charmousse (1991).

Επίσης, έχει ασχοληθεί με το θέατρο («Εγώ δεν…», «Μη με λες Φωφώ»). Ως πεζογράφος έχει τιμηθεί στη Γαλλία με τα βραβεία Αλμπέρ Καμύ, Αλεξάντρ Βαιλάτ, Σαρλ Εσμπραγιά, Medicis (το 1995, για το βιβλίο του «Η μητρική γλώσσα»), καθώς και με το Βραβείο Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας (το 2007, για το βιβλίο του «μ.Χ.»). 

Έργα του έχουν εκδοθεί, εκτός από τη Γαλλία, όπου κυκλοφορούν ταυτόχρονα σχεδόν με την Ελλάδα, στη Γερμανία, την Ισπανία, την Αρμενία, την Ιταλία, τη Ρωσία, την Τουρκία, την Αργεντική, τις ΗΠΑ και το Ισραήλ.

Β. Αλεξάκης : Η ελληνική κρίση είναι και μια δοκιμασία για τη μνήμη

Συγγραφέας που ζει επί πολλά χρόνια ανάμεσα σε δύο χώρες και σε δύο γλώσσες, ο Βασίλης Αλεξάκης  σε συνέντευξή του με αφορμή την έκδοση του βιβλίου  του το  «Κλαρινέτο»μιλάει όχι μόνο για την κρίση, αλλά και για τον φόβο απώλειας της μνήμης ή για την επινοητική δύναμη της λογοτεχνικής φαντασίας.

 Έχετε δηλώσει σε ανύποπτο χρόνο, όταν δεν είχε ακόμη κυκλοφορήσει το «Κλαρινέτο» στα ελληνικά, πως το βασικό του θέμα είναι η μνήμη, μια μνήμη που έχει άλλο βάρος όταν πρόκειται για τη μνήμη του μετανάστη.

 Άργησα να συνειδητοποιήσω το ζήτημα της μνήμης. Ο μετανάστης ζει σε δυο χώρες κι εγώ ζούσα, εκτός από τη Γαλλία, και στην Ελλάδα μέσω της μνήμης μου. Έτσι, τρόμαξα όταν κάποια στιγμή ανακάλυψα στο διαμέρισμά μου στο Παρίσι ότι είχα ξεχάσει τη λέξη «κλαρινέτο». Θυμόμουν μια χώρα, την Ελλάδα, να θυμάται τον εαυτό της και την ιστορία της (και η μνήμη αποτελεί πάντοτε ένα είδος παρηγοριάς και θεραπείας), αλλά τι συμβαίνει όταν καταλαβαίνεις ότι δεν ελέγχεις πλέον τη μνήμη σου, ότι μαζί με τους ανθρώπους που έχεις χάσει μπορεί να χάνεις και τη χώρα στην οποία έχεις γεννηθεί; Τότε έρχεται ο φόβος της απώλειας. Είναι ένας φόβος που διατρέχει όλο το βιβλίο μου, γιατί, βέβαια, χάνοντας κανείς τη μνήμη του, χάνει όχι μόνο τη χώρα του, αλλά και τον εαυτό του. Στο μεταξύ, η ελληνική κρίση είναι επίσης μια δοκιμασία για τη μνήμη. Ένας άλλος φόβος απώλειας. Γιατί μέχρι πού ακριβώς θα χάσουμε τα πράγματα στην Ελλάδα της κρίσης;

Όλα τα βιβλία σας, όχι μόνο το «Κλαρινέτο», διαθέτουν ένα σε μεγαλύτερο ή σε μικρότερο βαθμό αυτοβιογραφικό στοιχείο. Πόσο αυτοβιογραφικός είστε στο «Κλαρινέτο»;

Η δουλειά μου είναι στην ουσία προϊόν φαντασίας. Ήδη το γεγονός ότι ο συγγραφέας δεν έχει να κάνει ακριβώς με μια πραγματικότητα, αλλά με έναν κόσμο λέξεων, μας βάζει σε μια διαφορετική προοπτική. Η λογοτεχνία είναι ένα παμφάγο τέρας: χρειάζεται και απαιτεί τα πάντα. Άρα και η ζωή μου, ο βίος μου, είναι διαθέσιμη στη λογοτεχνία, όπως είναι διαθέσιμη και η ζωή των φίλων μου ή των ανθρώπων που παρατηρώ τριγύρω μου. Αν, όμως, εγώ γράφω για ένα τραπέζι του πινγκ πονγκ, δουλειά του κριτικού που θα κρίνει το βιβλίο μου είναι να έρθει στο σπίτι μου να δει το τραπέζι; Μάλλον όχι. Στη λογοτεχνία δεν είμαστε δούλοι της πραγματικότητας – και η ίδια είναι ταυτισμένη με την απέραντη ελευθερία μπροστά στο λευκό χαρτί. Βεβαίως, αναφέρομαι σε πραγματικά γεγονότα και πρόσωπα, αλλά δεν υπάρχουν όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα, τη μυθοπλασία και τη φαντασία. Η λογοτεχνία είναι, πριν και πάνω απ’ όλα, κατασκευή. Για την κατασκευή του κρίνεται ο συγγραφέας, το αποτέλεσμα της κατασκευής περιμένει από τον ίδιο και ο αναγνώστης. Αλλά αυτό είναι μια πολύ σκληρή δουλειά. Όπως η δουλειά του οικοδόμου που πρέπει να χτίσει όχι μόνο μια μονοκατοικία, αλλά και μιαν ολόκληρη πολυκατοικία.

Στο βιβλίο η φθορά της αρρώστιας του φίλου στη Γαλλία έρχεται να συναντήσει τη φθορά που έχει υποστεί η ελληνική κοινωνία από την κρίση…

Ξέρετε, η μνήμη που έχει ο μετανάστης για τη χώρα του συχνά τον εξαπατά. Η μνήμη δεν ακολουθεί την επικαιρότητα, πιάνεται από στερεότυπα ή επαναφέρει ένα παρελθόν που δεν υπάρχει πια, που είναι εξιδανικευμένο, όπως είναι πάντα οι χώρες των παιδικών και των νεανικών μας χρόνων. Παρατηρώντας τη σημερινή Ελλάδα, στην οποία τα τελευταία χρόνια έρχομαι όλο και πιο συχνά, βλέπω μια χώρα που δεν έχει καμία σχέση με το παρελθόν. Γυρίζοντας στην Ελλάδα για να ξεχάσω τη αρρώστια του φίλου μου, βρίσκω μιαν Ελλάδα επίσης άρρωστη και αδύναμη, μιαν Ελλάδα την οποία δεν μπορώ να ονειρευτώ πια. Και επικαλούμαι εδώ μια σκηνή από το βιβλίο μου. Κάποιος βγάζει το φρένο από έναν κάδο και ο κάδος κατρακυλά από το Κολωνάκι μέχρι το άγαλμα του Κολοκοτρώνη, όπου και αναποδογυρίζει, αδειάζοντας όλα του τα σκουπίδια. Και βρίσκονται στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη την ώρα εκείνη διάφοροι τουρίστες και παρατηρούν την Ελλάδα του σκουπιδοτενεκέ.

Ταξίδι από τη Γαλλία στην Ελλάδα της κρίσης, αλλά στο προηγούμενο βιβλίο σας, τον «Μικρό Έλληνα», γράφετε και για την κρίση στη Γαλλία.

Από μια άποψη, η Γαλλία στην κρίση είναι πιο ορατή. Βλέπεις, επί παραδείγματι, πολλούς αστέγους στους δρόμους. Η μεγάλη διαφορά είναι πως εκεί εξακολουθεί να υπάρχει ένα κράτος που μπορεί να λειτουργεί, ενώ η Ελλάδα είναι μια Γαλλία χωρίς Αναγέννηση, χωρίς Διαφωτισμό και χωρίς φουαγκρά. Η Ελλάδα είναι μια χώρα στραμμένη στις παραδόσεις. Και μέσα σε αυτές τις παραδόσεις θα συναντήσουμε άπειρες ανοησίες και αντιφάσεις. Θα πρέπει, όμως, επιτέλους κάποτε να αποφασίσουμε αν είμαστε κληρονόμοι των προσωκρατικών ή των βυζαντινών. Το παρελθόν δεν μπορεί να παράγει συνεχώς επικαιρότητα.

ΠΗΓΗ: ΑΜΕ-ΑΠΕ

Written by

altpress.gr ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΛΑΜΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΦΘΙΩΤΙΔΑ- ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ

Comments are closed.