«ΤΑ ΘΕΡΙΝΑ».-4. « Μην ξεχάσεις τα… μήλα!». Γράφει ο Μπάμπης Κ.Μώκος

Βάρεσε η σάλπιγγα αναφορά,μαζεύτηκαν τα φαντάρια, διέταξε προσοχή ο λοχίας, έδωσε στα σβέλτα   ανάπαυση, γιατί ακόμα δεν είχε πιεί καφέ  και είπε:  

-Γιαβρής, γρήγορα στον Συνταγματάρχη

.Νυσταγμένος κι’ άπλυτος ακόμα ο  Νικόλας ο Γιαβρής, εκ Μεθάνων \, ήτο ο μόνος σπουδαγμένος στον λόχο.

 Κοινωνικαί επιστήμαι και …μεταπτυχιακό στη… δηλωτή, τοτάβλι ,την πόκα ,στο κουμάρι και άλλα … «αίσχιστα… παίγνια , με τα οποίαδυστυχώς ασχολούνται παραπλεύρως και …αδοκίμως κατά την διάρκειαν των σπουδών  των οι φοιτηταί!». Εφτά χρόνια φοιτητής στη Θεσσαλονίκη, μέχρι να πάρει εκείνο το έρημο το πτυχίο,  ,τι άλλο να μάθαινε; Στό φοιτηταριό τα πρωτα  3 χρόνια είναι μόρφωση και τα υπόλοιπα… «επιμόρφωση!».

   Και…. δός του κάτι …Δεμέστιχες, κάτι  …Μαλαματίνες  στην Πρίγκηπος Νικολάου, κανα γκομενάκι , ξενύχτια-πολλά ξενύχτια, αραλίκι και …των γονέων σουλάτσο και ρεμπέτικα στη Δόμνα  και την Τομπουρλίκα και ξημερώματα, βούρ για πατσά ρεφενέ στη Ροτόντα, στου Ασλανίδη (μερίδες δύο,κουτάλια πέντε).

   Του έστελνε ότι και όσα μπόραγε ο πατέρας , του έστελνε στα κρυφά και η μάνα του (όλες οι μανάδες που έχουν γιούς φοιτητές  τους στέλνουν κρυφά. Περί αυτού ουδεμία χωρεί αμφισβητησις ).

  Είχε και κανα δυό φιλαράκια κολλημένα στο ρεμπέτικο,κόλλησε κι’ αυτός κι’ άρχισε να  τραγουδά καημούς και πόνους.Ψιλογρατσούναγε ένα…παλιοτρίχορδο , αγορασμένο απ το Καπάνι

-«Ψεύτισε πλέον ο ντουνιάς»-πορεύονταν ,όπως πορεύονταν και τα υπόλοιπα .

Ωσπου ήρθε το χαρτί του στρατού. Εκλαψε στην εξώπορτα , στον αποχαιρετισμό η μάνα του και τον …σταύρωσε τρείς φορές για τύχη και καλό κατευόδιο.

Τον… ψιλοσφαλιάρισε χαιδευτικά   ο πατέρας του (άει στο καλό και να κόψεις λίγες αηδίες ).Και νά ‘σου ο Νικόλας από …πανεπιστήμων «Γραφεύς Πεζικού» ,εις την υπηρεσίαν της μητρός πατρίδος.

  Τον σέβονταν (σπουδαγμένος γαρ) οι υπόλοιποι στο λόχο, είδε και τον φάκελλό του ο Συνταγματάρχης και γι’ αυτό τον ξεχώρισε και τον φώναξε.

–         Από πού είσαι παιδί μου;

–         Από τα Μέθανα Κε Συνταγματάρχα.

–         Ωραία, είμαστε και συμπατριώτες, εγώ απ τον Πόρο.

  Και άρχισε η κατήχηση: Πρώτα κάποια περί «εθνικής διαπαιδαγωγήσεως», ύστερα κάποια «περί της ηθικής ανθρωπίνης υποστάσεως »(ένα κάρρο αηδίες), τού’ρχονταντου Νικολάκη να χασμουρηθεί ,αλλά το …κράταγε,περιμένοντας .

  Και είπε ο κ.Συνταγματάρχης:

    -Ακουσε  παιδί μου. Εκτιμώντας τις γνώσεις ,τα προσόντα και την σοβαρότητά σου , οσάκις σε χρειάζομαι θα είσαι στην διάθεσή μου. Πέραν αυτών , σε επιφορτίζω, σου αναθέτω και κάτι άλλο: Δύο  φορές την εβδομάδα θα μεταβαίνεις στο Μάρκετ του κ.Σαφέτη ,θα παίρνεις τα ψώνια και θα τα πηγαίνεις στο σπίτι μου ,ξέρεις,στην πολυκατοικία πίσω από το σχολείο, Κανθάρου 10. Εξυπακούεται πως αυτές τις δυο ημέρες απαλλάσσεσαι από κάθε υπηρεσία. Συνεννοηθήκαμε;

-Μάλιστα Κε  Συνταγματάρχα.  Ευχαρίστησε ο Νικόλας ,έκανε βγαίντας,έναν… πήδο αεράτο,είπε μέσα του ένα «γουστάρω» που δυό μέρες θα ήταν ελεύθερος και  ωραίος εκτός στρατοπέδου ,ώσπου ήρθε η Δευτέρα.

Ειδοποιήθηκε από τον Συνταγματάρχη και την Τρίτη το πρωί, πάρτον στο πρώτο δρομολόγιο , Μάρκετ Σαφέτης και Κανθάρου 10.

   Σενιαρισμένος με τα κάζουαλ πολιτικά του ,κτυπάει το θυροτηλέφωνοκαι ακούει τη φωνή,κελαριστή και ..:

-Α΄για τα ψώνια, στον τρίτο όροφο, αγόρι  μου.

Ανεβαίνει .Μιά πόρτα στον όροφο ψιλοχάσκει και μπαίνει.

-Του κ.Συνταγματάρχη ;

-Εδώ αγόρι μου (πάλι αγόρι )μου!.

-Εφερα τα ψώνια.

– Θα κουράστηκες ,θέλεις κάτι να πιείς, ερχεται αισθαντική η φωνή απ’ την κουζίνα.

-Α΄μπα,ευχαριστώ.   Κάθεται τώρα ο Νίκος στον καναπέ στη σάλα και περιεργάζεται ένα σωρό  φωτογραφίες με …σπαθόλουρα , κορνιζαρισμένα παράσημα και τιμητικές πλακέτες  του συνταγματάρχη.

Οπου … προβάλει …αεράτη…πλουμιστή, αφράτη και…λουλουδορομπάτη η κυρία συνταγματάρχου.Την βλέπει ο Νικόλας,ίσα να πάθει…ταράκουλο ,να τού’ρθει …κόλπωση. Η κυρία εκεί μπροστά του, γύρω στα σαράντα…νεραιδάτη ,όψη… πορσελάνινη,μαλλί  αλα γκαρσόν στυλιζαρισμένο (η βαφή προς το… τσικλαμέν) ,φρύδι γαιτάνι , στακάτη και …βελουδένια ,ύφος  λαγγεμένο . Σε ψιλοταραχή ο Νκόλας,τον …κόβει απ’ την κορφή ως τα νύχια τον μικρό η κυρία, τον …σκανάρει σαν να  του βγάζει…ακτινογραφία.

-Και πως είπαμε το όνομά σου;

-Νίκος κυρία,Νίκος.

-Εγώ, αν δεν σε πειράζει θα σε λέω Νικολάκη. Το δικό μου Συλβάνα,αν θέλεις μπορείς να με λές Βάνα.

-Χάρηκα,κυρία , χάρηκα.

-Κι’  εγώ αγόρι μου (πάλι αγόρι μου!).

  Ο Νικόλας τώρα ,26άρης ,παιδαράς και ψωμομένος ,λέει μέσα του (πίσω μου σ΄έχω σατανά),επιφυλάσσεται,  μένει για λίγο και χαιρετά.

   Τον βλέπει η κυρία να βγαίνει ,του παίρνει μέτρα με τη μία  ,από πλάτες,μέχρι κορμοστασιά  και μπόι (τι προσόντα;) και… ξερογλύφεται  Πάει γιαλίγο το μυαλό της στον συνταγματάρχη, σκέφτεται και …μονολογεί;

-Σύγκριση,τι σύγκριση να κάνεις ανάμεσα στον πιτσιρικά  και στον συνταγματάρχη; Είναι σαν να μπλέκεις τον..φάντη με το…ρετσινόλαδο! Στα 26του ο ένας σαν τον …Ερμή, στα 60 του και… βάλε ο άλλος ,σαν… τζαντζίκι  χωρίς…σκορδο!

  Kαι περνούσαν οι μέρες, πηγαινοερχόντουσαν τα ψώνια ,καλογνωρίζοντανη κυρία  με τον Νικολάκη. Μιά,δύο,τρείς και ημέραν…τινά ,να κατι  πτι -μπέρνα  κάτι πιοτά ,είπε η Κα συνταγματάρχου.

_Νικολάκη ,να σου δείξω το σπίτι.Κι’ αντί για τη σάλα του έδειξε την κρεββατοκάμαρα. Φλογάτη και …ψιλονηστικιά  η κυρία, παίδαρος ο Νικόλας (να κατουράει τα χορτάρια και να…ξεραίνονται) και,άστα να πάνε στο…διάολο.

          Τώρα ,εχει δέσει το γλυκό,και παίρνει η κυρία τηλέφωνο τον σύζυγο:

-Αγάπη μου ,δεν χρειάζεται να ειδοποιείς εσύ το παιδί για τα ψώνια,θα τονπαίρνω εγώ στο κινητό.

   Ζωή χαρισάμενη περνούσε η Συλβάνα με τον Νικόλα, εντός και εκτός σπιτιού.

  Και κάθε φορά που γουστάριζε να τον συναντήσει ,κατέληγε με το «Μηνξεχάσεις να φέρεις μήλα!». Ηταν το σύνθημα.

   Μπούχτισε τώρα ο Νικόλας ,ένα και κάτι χρόνο αργιάνισμα με την κυρία,σε κάτι μέρες θά’ παιρνε και το απολυτήριο και έκοψε… λάσπη. Στεναχωρήθηκε η Βάνα που σταμάτησε το…κονέ, αλλά δεν τό’βαλε κάτω. Αρκεί να ήταν καλά ο κ.συνταγματάρχης. Ολο και κάποιος άλλοςΝικολάκης θα της έφερνετώρα τα ψώνια. Και τότε θα του έλεγε: «Μην ξεχάσεις να  φέρεις μήλα».

   Περπατάει τώρα στην Τσιμισκή ο Νικόλας, βλέπει σ’ένα  μανάβικο κάτιολοκόκκινα …Ζαγορίν, θυμάται , χαμογελάει,σκέφτεται  και παραμιλά::–Ρε άμα θέλουν οι γυναίκες…

   Και σκέφτεται την κουβέντα που του είχε πει κάποτε στο χωριό ο μπαρμπας του ο Αριστείδης:«Παλληκάρι μου ,οι γαλλονάτοι εχουν έναν ιδιότροπο εγωισμό. Τα θέλουν όλα από το πάνω ράφι.Γι’αυτό και διαλέγουν γυναίκες  πανέμορφες  και κατά πολύ νεότερες.Εκεί την πατάνε!»….

Written by

altpress.gr ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΛΑΜΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΦΘΙΩΤΙΔΑ- ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ

Comments are closed.